Τρία χιλιόμετρα νότια από τα μεσαιωνικά τείχη του Τεπελενίου, σε μια γραφική
κοιλάδα, ο ποταμός Δρίνος εκβάλει στον ποταμό Αώο, ο οποίος συνεχίζει τη διαδρομή
του προς τα βορειοδυτικά έως τις εκβολές του στην Αδριατική θάλασσα, νότια της
Απολλωνίας. Ο Δρίνος και ο Αώος πριν ενωθούν, διασχίζουν στενά περάσματα, με
πλούσια βλάστηση, τα οποία, λόγω σημαντικών ιστορικών γεγονότων που
διαδραματίστηκαν κοντά σε αυτά ή στην ευρύτερη περιοχή τους, μνημονεύονται από
τους αρχαίους συγγραφείς.
Πρόκειται για τα Στενά του Αώου, τα οποία
αρχίζουν από την Κλεισούρα (Këlcyrë) και ανοίγουν στο ύψος του χωριού Ντραγκότι και τα Στενά του Δρίνου, στο ύψος του χωριού Λέκλη, σε μικρή απόσταση πριν από
τη συμβολή του Δρίνου με τον Αώο. Τα Στενά του Δρίνου ταυτίζονται με τα στενά
που μνημονεύονται στις αρχαίες ιστορικές πηγές ως «Στενά τα παρά την Αντιγόνεια».
Τα Στενά της Αντιγόνειας αναφέρονται κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 230 π.Χ,
όταν μία δύναμη Ιλλυριών υπό τον Σκερδιλαΐδα προήλασε προς το νότο, προκειμένου
να ενισχύσει την Φοινίκη, η οποία βρισκόταν ήδη υπό ιλλυρική κατάληψη [2].
Τα
Στενά, του Αώου και του Δρίνου, αναφέρονται επίσης κατά την διάρκεια του
Δεύτερου Μακεδονικού πολέμου, όπου στη μάχη που πραγματοποιήθηκε κοντά στα Στενά
του Αώου το 198 π.Χ. ηττήθηκε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος E΄ από τον
Ρωμαίο Τίτο Κόϊντο Φλαμινίνο [3].
Η ονομασία των Στενών του Δρίνου ως στενά τα παρά την Αντιγόνεια, οφείλεται στη
γειτνίαση τους με την αρχαία Αντιγόνεια, η οποία σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο [4], ανήκε στην εδαφική επικράτεια του ηπειρωτικού έθνους των Χαόνων. Η
θέση της Αντιγόνειας αρχικά ταυτίστηκε με το Τεπελένι, στο οποίο όμως δεν έχουν
βρεθεί αρχαία κατάλοιπα [5]. Αργότερα η οχυρή θέση κοντά στο χωριό Λέκλη [6]
θεωρήθηκε από τον Nicolas Hammond ότι ήταν η Αντιγόνεια, εφόσον ήλεγχε άμεσα τα
Στενά του Δρίνου. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από τους περισσότερους ερευνητές.
Ωστόσο, οι έρευνες που πραγματοποίησε ο αλβανός αρχαιολόγος Dhimosten Budina σε
μια άλλη οχυρή θέση κατά τις δεκαετίες 1960, 1970, και 1980, απέδειξαν πως η
Αντιγόνεια βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα. Η ταύτιση της θέσης με την
Αντιγόνεια, την οποία αποδέχτηκε και ο Hammond, οφείλεται στην ανεύρεση χάλκινων
ψήφων με την επιγραφή ΑΝΤΙΓΟΝΕΩΝ [7]. Αν και η θέση βρίσκεται είκοσι περίπου
χιλιόμετρα νοτιότερα από τα στενά, πάνω στο λόφο Γέρμα κοντά στο χωριό
Σαρακινίστα, η ονομασία τους οφείλεται στη σημαντική πόλη, η
οποία ήλεγχε ολόκληρη την κοιλάδα του Δρίνου.
Τον ίδιο ρόλο παίζει σήμερα το Αργυρόκαστρο, κτισμένο σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή, στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας του Δρίνου. Σύμφωνα με την άποψη των περισσότερων ερευνητών η Αντιγόνεια ιδρύθηκε περίπου το 296 π.Χ., από τον Βασιλιά των Μολοσσών Πύρρο, προς τιμή της πρώτης του συζύγου Αντιγόνης, η οποία ήταν κόρη των ευγενών Μακεδόνων Βερενίκης και Φιλίππου. Η Βερενίκη αργότερα παντρεύτηκε τον Πτολεμαίο τον Α΄ και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Ο Πύρρος γνώρισε την Αντιγόνη στην αυλή του Πτολεμαίου. Κατά μια άλλη άποψη η πόλη κτίστηκε από τον γιο του Πύρρου, Πτολεμαίο προς τιμή της μητέρας του Αντιγόνης, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του πατέρα του στην Ιταλία [8].
Τα αρχαία ερείπια στο λόφο της Γέρμας ήταν γνωστά στους περιηγητές του 19ου
αιώνα. Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο, πραγματοποιήθηκαν το 1913 από τον αείμνηστο
Δημήτριο Ευαγγελίδη, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός από τις ανασκαφές του
στο Ιερό της Δωδώνης. Στα ευρήματα εκείνων των ανασκαφών συγκαταλέγονται χάλκινα
νομίσματα, επιτύμβιες στήλες από τη μείζονα περιφέρεια και μια αναθηματική
επιγραφή στον Ερμή και στον Ηρακλή, στην οποία μνημονεύεται ένας Λυκόφρων
Θεοδότου, γυμνασίαρχος [9].
Ο Ευαγγελίδης αν και προβληματίστηκε για το όνομα
της πόλης δεν πρότεινε κάποια ταύτιση, καθώς και ο ίδιος θεωρούσε ότι η
Αντιγόνεια βρισκόταν στο Τεπελένι. Στη δεκαετία του 1930 επισκέφθηκε το λόφο
της Γέρμας και ο Nicolas Hammond [10]. Η συστηματική ωστόσο έρευνα του χώρου
άρχισε από τον Dhimosten Budina. Κατά τις ανασκαφές οι οποίες άρχισαν στη
δεκαετία του 1960 και διήρκεσαν σχεδόν τριάντα χρόνια αποκαλύφθηκαν τα τείχη της
πόλεως και το μεγαλύτερο τμήμα του πολεοδομικού ιστού.
Η Αντιγόνεια απλώνεται πάνω σε έναν επιμήκη λόφο σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Ο λόφος προστατεύεται στην ανατολική πλευρά από απόκρημνα, απροσπέλαστα πρανή που καταλήγουν σε μικρή κοιλάδα, ενώ η δυτική πλευρά του διαμορφώνεται από σχετικά προσβάσιμες πλαγιές. Στο βόρειο άκρο του λόφου, σε ένα υψηλότερο έξαρμα, το οποίο φέρει το όνομα του Αγίου Μιχαήλ, από το ομώνυμο ερειπωμένο ξωκλήσι στην κορυφή του, βρίσκεται η ακρόπολη. Το τείχος της ακρόπολης ήταν οικοδομημένο κατά το ισοδομικό και κατά τόπους το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας και ενισχυόταν από ορθογώνιους πύργους. Η ίδια η εκκλησία είναι κτισμένη επάνω σε αρχαίο πύργο, από τον οποίο σώζονται εννέα σειρές καλολαξευμένων λιθοπλίνθων σε ύψος σχεδόν τεσσάρων μέτρων. Από την ακρόπολη, ένας αυχένας οδηγεί στον χαμηλότερο, επιμήκη, με σχεδόν επίπεδη κορυφή, λόφο της Γέρμας.
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΨΗΛΑ
Η έκταση της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της ακρόπολης, υπολογίζεται σε 350 στρέμματα. Από τη Γέρμα, έχει κανείς πανοραμική θέα της κοιλάδας του Δρίνου και των απέναντι βουνών έως το Αργυρόκαστρο. Η περίμετρος των τειχών υπολογίζεται σε 4 χιλιόμετρα. Μεγάλα τμήματα της δυτικής πλευράς έχουν κατακρημνιστεί ενώ σε ορισμένα τμήματα της ανατολικής, το απόκρημνο ανάγλυφο του εδάφους δεν απαιτούσε οχύρωση. Καλύτερα διατηρημένο είναι το νότιο τμήμα του περιβόλου, το οποίο είναι κτισμένο κατά το ισοδομικό σύστημα.
Εδώ, σώζονται τρεις ορθογώνιοι πύργοι, μία
πυλίδα και μια κύρια πύλη. Το μεγαλύτερο μέρος του οχυρωματικού περιβόλου
αποκαλύφθηκε από τον Budina, ο οποίος και το αποτύπωσε. Στον ίδιο ανασκαφέα
οφείλεται και η αποκάλυψη ενός μεγάλου τμήματος του πολεοδομικού ιστού της
Αντιγόνειας, τον οποίο χώρισε σε επτά (7) διαφορετικούς τομείς τους οποίους και
όρισε με λατινικούς χαρακτήρες Α-Η.
Στο κέντρο περίπου της πόλης αποκαλύφθηκαν δύο παράλληλες μεταξύ τους λεωφόροι, πλάτους περίπου 7 μέτρων με κατεύθυνση από Β προς Ν. Οι δύο αυτές κεντρικές αρτηρίες διασταυρώνονται κάθετα με στενότερες οδούς, πλάτους 5,20 μ. Μεταξύ των οδών αυτών διαμορφώνονται οι επιμήκεις οικοδομικές νησίδες. Εντός των νησίδων ο Budina ανέσκαψε πλήρως ή τμηματικά, έναν αριθμό οικιών, διαφόρων τύπων, από τις οποίες ξεχωρίζει ο τύπος με την περίστυλη αυλή. Επιπλέον, στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης εντοπίστηκε η αρχαία αγορά, η οποία εντάσσεται επίσης στο ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα.
Στο χώρο αυτό αποκαλύφθηκε μία στοά μήκους 59 μ. μέτρων και
πλάτους 9 μ., η οποία οριοθετούσε την Αγορά από Βορρά. Από τη στοά σώζεται ο
στυλοβάτης, ο οποίος στη νότια μακρά πλευρά διατηρείται σε ύψος ενός δόμου. Η
βόρεια πλευρά της στοάς, που αποτελούσε και το όριο μιας από τις κάθετες οδούς,
που διασχίζουν τη νησίδα με κατεύθυνση Α-Δ, διατηρείται, εξ αιτίας της
υψομετρικής διαφοράς μεταξύ του δρόμου και της πλατείας, σε ύψος τριών δόμων.
Δυστυχώς, από την ανωδομή του κτιρίου δεν σώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη.
Μπροστά όμως από τον στυλοβάτη της Στοάς, ο
Budina βρήκε σε ένα πιθάρι, συντρίμμια χάλκινου ανδριάντα. Από τα θραύσματα,
αυτά, τα οποία προορίζονταν πιθανώς για επαναχύτευση [11], ξεχωρίζουν μια ουρά
αλόγου και μια παλάμη χεριού σε φυσικό μέγεθος με διάλιθο δαχτυλίδι στο ένα από
τα δύο σωζόμενα δάχτυλα [12]. Μαζί, βρέθηκε και ένα χάλκινο φίμωτρο αλόγου,
εξάρτημα ιπποσκευής. Μάλιστα, από τον Neritan Ceka, έχει υποστηριχθεί ότι ο
ανδριάντας απεικόνιζε τον βασιλιά Πύρρο. Στα κινητά ευρήματα των ανασκαφών του
Budina συγκαταλέγονται χρηστικά σκεύη, αγγεία και γεωργικά εργαλεία. Ξεχωρίζουν
ένα χάλκινο πόδι στηρίγματος με μορφή σφίγγας, ένα χάλκινο αγαλματίδιο
Ποσειδώνος του β΄ μισού του 3ου αιώνα π.Χ., καθώς και ιατρικά εργαλεία.
Από τα
έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα δεν προκύπτει ότι η Αντιγόνεια είχε δικό της
νομισματοκοπείο. Προφανώς χρησιμοποιούσε νομίσματα του διοικητικού κέντρου των
Χαόνων, της Φοινίκης και ασφαλώς του Κοινού των Ηπειρωτών [13]. Στις ανασκαφές
βρέθηκε ένας σημαντικός αριθμός νομισμάτων. Έχουν καταμετρηθεί περίπου 700
νομίσματα, προερχόμενα από διάφορες πόλεις όπως η Κέρκυρα, η Αμβρακία, η
Απολλωνία, ενώ τα περισσότερα ανήκουν στο Κοινό των Ηπειρωτών.
Επίσης σύμφωνα με τις έως τώρα αρχαιολογικές
μαρτυρίες, η πόλις φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά τους ύστερους ελληνιστικούς
χρόνους. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η αποκάλυψη δύο παλαιοχριστιανικών
βασιλικών, μία εντός του πολεοδομικού ιστού, κοντά στη ΒΑ γωνία της Νησίδας 1
και μιας δεύτερης εντός των τειχών στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης. Στη θέση
αυτή, σε μια προβολή του λόφου, με κατακόρυφα τοιχώματα προς τη παρακείμενη
χαράδρα ο Βudina ανέσκαψε μια τρίκογχη παλαιοχριστιανική Βασιλική του 6ου αιώνα.
Το Ιερό Βήμα είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτό δάπεδο, προϊόν πιθανότατα τοπικού
εργαστηρίου, το οποίο αποτελείται από τρία διάχωρα.
Στο βόρειο διάχωρο
απεικονίζεται το ευχαριστηριακό θέμα του αγγείου με την κληματίδα, στο νότιο
ιχθείς και άλλα έμβια όντα, ενώ στο κεντρικό, ένα φανταστικό ον με ανθρώπινο
σώμα και κεφαλή ζώου, το οποίο κατά μια ερμηνεία, παριστάνει τον άγιο Χριστόφορο
τον Κυνοκέφαλο. Την παράσταση συνοδεύουν τέσσερις αφιερωματικές επιγραφές, στις
οποίες γίνεται εκτενής αναφορά σε ένα πολύπλοκο καταμερισμό εργασιών και δωρεών
[14].
Οι έως σήμερα ανασκαφές στην Αντιγόνεια δεν
τεκμηριώνουν τη χρήση του οικισμού στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Οι δύο
Βασιλικές επομένως θα πρέπει να συνδεθούν είτε με μικρότερο οικισμό στην περιοχή
ή με την Ανδριανούπολη που βρισκόταν χαμηλά στην κοιλάδα του Δρίνου, 11 χλμ. ΝΑ
του Αργυροκάστρου και η οποία μεταφέρθηκε από τον Ιουστινιανό, 4 χλμ ΝΑ της
αρχικής της θέσης κοντά στη σημερινή Επισκοπή, λαμβάνοντας προσωρινά το όνομα
Ιουστινιανούπολη.
Η έρευνα κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο το 2005, η οποία
είχε κυρίως διερευνητικό χαρακτήρα, απέβλεπε στη διερεύνηση της μορφής των
σωζόμενων αρχιτεκτονικών λειψάνων και τη διευκρίνιση λεπτομερειών που αφορούν
στο πολεοδομικό σύστημα της Αντιγόνειας. Για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε
αρχικά εκτενής αποψίλωση και καθαρισμός του χώρου και ακολούθησαν επιφανειακές
έρευνες, εντός και εκτός των τειχών.
Επίσης αποτυπώθηκε λεπτομερώς ο εκτεταμένος αρχαιολογικός χώρος, εργασία η οποία απέδωσε ένα αρκετά ολοκληρωμένο τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο διόρθωσε παραλήψεις και λάθη του τοπογραφικού που δημοσίευσε ο Budina. Επίσης με τη βοήθεια του International Center for Albanian Archaeology, πραγματοποιήθηκε εκτενής ψηφιακή αεροφωτογράφιση του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου και των επιμέρους μνημείων. Συγχρόνως, διερευνήθηκαν ανασκαφικά τρεις τομείς της πόλης: το ταφικό μνημείο, η περιοχή της αγοράς και τμήμα μιας οικοδομικής νησίδας στο κέντρο του πολεοδομικού ιστού.
Το ταφικό μνημείο βρίσκεται εκτός των τειχών, στο
απόκρημνο δυτικό πρανές. Πρόκειται για ένα καμαροσκεπές οικοδόμημα με δύο
επάλληλους θαλάμους και θύρα στην νότια μακρά πλευρά. Το οικοδόμημα, το οποίο
βρέθηκε συλημένο και κατεστραμμένο, προσιδιάζει σε ταφικές κατασκευές που
επιχωριάζουν στο χώρο της Μακεδονίας και συγγενεύουν τυπολογικά με τους
επονομαζόμενους «μακεδονικούς» τάφους.
Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζουν μια χάλκινη, αποσπασματικά σωζόμενη πρόχους και ένας χάλκινος, ελασμάτινος λύχνος. Στην Αγορά, σ΄ έναν εκτεταμένο επίπεδο χώρο, χωρίς ορατά οικοδομικά κατάλοιπα, πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές τομές, προκειμένου να ελεγχθεί η στρωματογραφία. Σε μια από τις τομές εντοπίστηκαν πέντε (5) συνολικά στρώματα που έφτασαν έως βάθος 1,90 μ., τα οποία βάσει των ευρημάτων υποδεικνύουν μια στρωματογραφική διαδοχή από τον 3ο π.Χ. αι. έως και τον 2ο αι. π.Χ.
Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζουν μια χάλκινη, αποσπασματικά σωζόμενη πρόχους και ένας χάλκινος, ελασμάτινος λύχνος. Στην Αγορά, σ΄ έναν εκτεταμένο επίπεδο χώρο, χωρίς ορατά οικοδομικά κατάλοιπα, πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές τομές, προκειμένου να ελεγχθεί η στρωματογραφία. Σε μια από τις τομές εντοπίστηκαν πέντε (5) συνολικά στρώματα που έφτασαν έως βάθος 1,90 μ., τα οποία βάσει των ευρημάτων υποδεικνύουν μια στρωματογραφική διαδοχή από τον 3ο π.Χ. αι. έως και τον 2ο αι. π.Χ.
Στον τομέα των οικιών, η έρευνα επικεντρώθηκε σε μια από τις
κεντρικές οικοδομικές νησίδες της πόλης. Η νησίδα, η οποία ορίζεται από τις
οδούς Α, Β και C, είχε ερευνηθεί τμηματικά στις παλιές ανασκαφές κατά τις οποίες
είχαν αποκαλυφθεί τα όρια τριών τουλάχιστον οικιών, η μια από τις οποίες είναι
και η επονομαζόμενη «Οικία 1 με το περιστύλιο».
Στόχος της έρευνας ήταν να αποκαλυφθούν τα οικοδομικά κατάλοιπα σε όλη την έκταση της νησίδας, η οποία συμβατικά ονομάστηκε νησίδα Ι, καθώς και η αρχαία οδός που την οριοθετεί από νότον. Έτσι καθαρίστηκαν και αποκαλύφθηκαν τα εν μέρει ορατά τμήματα των εξωτερικών παρόδιων τοίχων στο βόρειο ήμισυ της νησίδας και καθαρίστηκε ο αρχαίος δρόμος που την οριοθετεί από ανατολάς (Δρόμος C), προκειμένου να προσδιοριστεί το συνολικό μήκος της νησίδας, το οποίο φθάνει τα 75 μ. Στη συνέχεια η έρευνα επικεντρώθηκε στη ΒΑ γωνία της, όπου αποκαλύφθηκαν τα όρια δύο χώρων.
Ο ένας χώρος, με μέτωπο προς τους δύο αρχαίους δρόμους Β και
C, φαίνεται πως ήταν υπαίθριος διότι δεν βρέθηκε στο δάπεδό του στρώμα πεσμένων
κεράμων. Στο δεύτερο χώρο αποκαλύφθηκε πυκνότατο στρώμα καταστροφής από κεράμους
λακωνικού τύπου. Μάλιστα, στο βόρειο άκρο του, ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα
απανθρακωμένου ξύλου, βρέθηκαν πεσμένες 65 αγνύθες, στην πλειονότητά τους
κωνικές καθώς και πολλά αποτμήματα σιδερένιων ήλων. Το εύρημα αποτελεί ασφαλή
μαρτυρία για τη θέση του αργαλειού, ο οποίος απανθρακώθηκε κατά τη φάση
εγκατάλειψης της οικίας.
Οι εργασίες που έλαβαν χώρα το 2005 απέδωσαν
ενδιαφέροντα αποτελέσματα, δεν επέτρεψαν ωστόσο τη συναγωγή ασφαλών
συμπερασμάτων. Για το λόγο αυτό το 2006 υπεγράφη νέο τριετές μνημόνιο
συνεργασίας, προκειμένου να συνεχιστεί η έρευνα 7 στον αρχαιολογικό χώρο της
Αντιγόνειας.
Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνηθεί η οικιστική οργάνωση της
αρχαίας πόλης, ο αριθμός και η διάταξη των οικιών σε κάθε νησίδα, να μελετηθούν
λεπτομερέστερα τα συμπεράσματα που έχουν ήδη διατυπωθεί για τους τύπους των οίκων της Αντιγόνειας και να διαπιστωθεί το χρονικό πλαίσιο χρήσης τους.
Για το λόγο αυτό, τον Οκτώβριο του 2006 συνεχίστηκε η έρευνα στη νησίδα Ι. Έγινε οριζόντια διερεύνηση για την αποκάλυψη των περιγραμμάτων δύο τουλάχιστον οικιών της νησίδας, ώστε να αποσαφηνισθεί η διάταξη των χώρων και η κατάσταση διατήρησης των αρχαίων καταλοίπων, καθώς και κάθετη διερεύνηση για τον έλεγχο της στρωματογραφίας, προκειμένου να εντοπιστούν τυχόν διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Δύο ήταν οι τομείς που ανασκάφηκαν: η ΒΑ και η ΝΔ γωνία της νησίδας. Η έρευνα στη ΒΑ γωνία επικεντρώθηκε ανατολικά της «Οικίας 1 με το περιστύλιο», στον χώρο όπου και το 2005 είχαν γίνει ανασκαφικές τομές. Της κυρίως ανασκαφής προηγήθηκε εκτεταμένη αποχωμάτωση, που αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των μπαζών από τις παλιές ανασκαφές.
Για το λόγο αυτό, τον Οκτώβριο του 2006 συνεχίστηκε η έρευνα στη νησίδα Ι. Έγινε οριζόντια διερεύνηση για την αποκάλυψη των περιγραμμάτων δύο τουλάχιστον οικιών της νησίδας, ώστε να αποσαφηνισθεί η διάταξη των χώρων και η κατάσταση διατήρησης των αρχαίων καταλοίπων, καθώς και κάθετη διερεύνηση για τον έλεγχο της στρωματογραφίας, προκειμένου να εντοπιστούν τυχόν διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Δύο ήταν οι τομείς που ανασκάφηκαν: η ΒΑ και η ΝΔ γωνία της νησίδας. Η έρευνα στη ΒΑ γωνία επικεντρώθηκε ανατολικά της «Οικίας 1 με το περιστύλιο», στον χώρο όπου και το 2005 είχαν γίνει ανασκαφικές τομές. Της κυρίως ανασκαφής προηγήθηκε εκτεταμένη αποχωμάτωση, που αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των μπαζών από τις παλιές ανασκαφές.
Τα λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθηκαν,
μια κατασκευή από σχεδόν τετράγωνες πήλινες πλάκες, μια μικρή τετράγωνη θήκη,
ένας αγωγός και το αποσπασματικά σωζόμενο στόμιο ενός πηγαδιού, προφανώς
σχετίζονται με βοηθητικούς χώρους. Εντυπωσιακό είναι το πυκνό στρώμα
καταστροφής, το οποίο αποκαλύφθηκε στους περισσότερους από τους ανασκαμμένους
χώρους, το οποίο περιείχε θραύσματα κεράμων, θρύμματα οστών και ξυλανθράκων.
Μεταξύ των κινητών ευρημάτων ξεχωρίζει μια χάλκινη ακέραια περόνη με ακιδωτή
διακόσμηση και ένδεκα (11) χάλκινα νομίσματα, τρία εκ των οποίων είναι του
Κοινού των Ηπειρωτών ( 234/3- 168 π. Χ). Η έρευνα στη ΝΔ γωνία της νησίδας έφερε
στο φως το άκρο της νησίδας, καθώς και τμήματα των οδοστρωμάτων των οδών Α και
D.
Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν τρεις (3) ορθογώνιοι χώροι (Α, Β και Γ), ίσων περίπου διαστάσεων. Στον χώρο Α αποκαλύφθηκε εστία και περισυλλέχθηκαν τρεις (3) πήλινοι λύχνοι και δεκαπέντε (15) χάλκινα νομίσματα. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε κλειστό αγγείο το οποίο περιείχε καύση και οστά μικρού μεγέθους, πιθανώς «εγκαίνιο» της οικίας. Με τον χώρο αυτό επικοινωνεί ο χώρος Β, όπου βρέθηκαν δύο (2) χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών (234/233-168). Στον χώρο Γ εντοπίστηκαν σε μεγάλη έκταση 8 απανθρακωμένα τεμάχια ξύλου, πιθανώς υπολείμματα δοκίδων στέγης και ένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος, το οποίο βρέθηκε κατά χώραν, πιθανώς παραστάδα θύρας. Από τα ευρήματα ξεχωρίζει μια αργυρή δραχμή Απολλωνίας.
Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν τρεις (3) ορθογώνιοι χώροι (Α, Β και Γ), ίσων περίπου διαστάσεων. Στον χώρο Α αποκαλύφθηκε εστία και περισυλλέχθηκαν τρεις (3) πήλινοι λύχνοι και δεκαπέντε (15) χάλκινα νομίσματα. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε κλειστό αγγείο το οποίο περιείχε καύση και οστά μικρού μεγέθους, πιθανώς «εγκαίνιο» της οικίας. Με τον χώρο αυτό επικοινωνεί ο χώρος Β, όπου βρέθηκαν δύο (2) χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών (234/233-168). Στον χώρο Γ εντοπίστηκαν σε μεγάλη έκταση 8 απανθρακωμένα τεμάχια ξύλου, πιθανώς υπολείμματα δοκίδων στέγης και ένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος, το οποίο βρέθηκε κατά χώραν, πιθανώς παραστάδα θύρας. Από τα ευρήματα ξεχωρίζει μια αργυρή δραχμή Απολλωνίας.
Παράλληλα με τις ανασκαφικές εργασίες
πραγματοποιήθηκαν επιφανειακοί καθαρισμοί, εργασίες τοπογράφησης- αποτύπωσης,
αρχιτεκτονική-σχεδιαστική αποτύπωση, στερεώσεις, καθώς και σχεδίαση και
καταγραφή κινητών ευρημάτων. Παράλληλα με τις εργασίες στο χώρο της ανασκαφής,
γινόταν, σε καθημερινή βάση, στο χώρο του «Σχολείου» στη Saraqinishtë,
καθαρισμός και τακτοποίηση των οστράκων των ανασκαφικών τομέων με ταυτόχρονη
επιλογή των πλέον χαρακτηριστικών για σχέδιο. Σχεδιάστηκαν συνολικά εκατόν
εξήντα (160) κινητά ευρήματα (πήλινα και μεταλλικά), τα οποία βρέθηκαν κατά τις
δύο ανασκαφικές περιόδους. Τέλος κατά τη διάρκεια των εργασιών τον αρχαιολογικό
χώρο της Αντιγόνειας επισκέφθηκαν εκπρόσωποι της Διεθνούς Επιστημονικής
Κοινότητας και των Ελληνικών Υπουργείων Εξωτερικών και Πολιτισμού αντιστοίχως.
[1] Τον
Ιούνιο του 2005 υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του ελληνικού Υπουργείου
Πολιτισμού και του Αρχαιολογικού Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων,
που αφορά αρχαιολογικές έρευνες στην αρχαία Αντιγόνεια. Οι αρχαιολογικές έρευνες
δρομολογήθηκαν με την εποπτεία του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Τιράνων του
οποίου προΐσταται ο καθηγητής Muzafer Korkuti και της ΙΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών
και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, της οποίας προΐσταται ο Δρ. Κωνσταντίνος Λ.
Ζάχος. Από Αλβανικής πλευράς το 2005 συμμετείχαν ο Δρ. Dhimiter Çondi, που
ορίστηκε ως συνδιευθυντής, η Δρ. Shpresa Gjongecaj, υποδιευθύντρια του
αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Τιράνων, ο αρχιτέκτονας Elio Hobdari, οι φοιτητές
αρχαιολογίας Radovan Dosii, Blerina Shameti, Lavdosh Jaupaj, Mirela Topulli και
ο Illir Pappa του αρχαιολογικού μουσείου του Βουθρωτού.
Πολύτιμη στάθηκε η
βοήθεια του International Center for Albanian Archaeology στο οποίο προΐσταται η
Δρ. Iris Pojani.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν η Δρ. Αγγέλικα Ντούζουγλη,
Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Σπουδών, οι επιμελήτριες
αρχαιοτήτων Βιβή Καρατζένη, Γεωργία Πλιάκου, οι αρχαιολόγοι Δρ. Δημήτριος
Κοντογιόργος και Σοφία Κίγκα, οι τοπογράφοι Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου και
Κωνσταντίνος Σιόντης και οι κ. Σωτήριος Σίμπας και Γεώργιος Φαρμάκης.
Το 2006
στις εργασίες συμμετείχαν από Αλβανικής πλευράς οι αρχαιολόγοι Δρ. Shpresa
Gjongecaj, Δρ. Dhimiter Çondi, Dr. Altin Skenderaj, Ols Lafe, Ilir Papa και
Blerina Shameti και ο σχεδιαστής Ilir Zaloshnja, ενώ από ελληνικής πλευράς, οι
επιμελήτριες αρχαιοτήτων Γεωργία Πλιάκου, Δρ. Ιουλία Κατσαδήμα, οι αρχαιολόγοι
Ελένη Βασιλείου, Άρης Σιχλιμίρης και Σοφία Κίγκα, ο τοπογράφος Κωνσταντίνος
Σιόντης, ο σχεδιαστής Αναστάσιος Παπαδόγκωνας και οι κ. Σωτήριος Σύμπας και
Γεώργιος Φαρμάκης.
[2] Πολύβιος
2.5.6; 2.6.7
[3] Λίβιος 32.5.9
[4] Στ. Βυζάντιος v.578, Ἀντιγόνεια, πόλις Χαονίας ἐν Ἠπείρῳ, ὁ πολίτης Ἀντιγονεύς
[5] Leake 1835, vol. I, 72
[6] Ceka, H. 1952:34; Hammond 1967:278, 578
[7] Budina 1972; 1976; 1977-78; 1984; 1985; 1986; 1987; 1989; 1990; 1993; Prendi and Budina 1970 2
[8] Walbank 1957: 157; Γαρουφαλιάς 1975: 69 αρ.10
[9] Ευαγγελίδης 1913 ; 1914
[10] Hammond 1967: 209-211, 699-700, σχέδιο 18; Hammond 1971, 3
[11] Budina 1993: 118
[12] Budina 1993: 119, πίν.VI; Eggebrecht 1988:286
[13] Budina 1972: 341,344
[14] Michell 2006: 261-76; Budina 1977-78; Bowden 2003: 131-132 6
[3] Λίβιος 32.5.9
[4] Στ. Βυζάντιος v.578, Ἀντιγόνεια, πόλις Χαονίας ἐν Ἠπείρῳ, ὁ πολίτης Ἀντιγονεύς
[5] Leake 1835, vol. I, 72
[6] Ceka, H. 1952:34; Hammond 1967:278, 578
[7] Budina 1972; 1976; 1977-78; 1984; 1985; 1986; 1987; 1989; 1990; 1993; Prendi and Budina 1970 2
[8] Walbank 1957: 157; Γαρουφαλιάς 1975: 69 αρ.10
[9] Ευαγγελίδης 1913 ; 1914
[10] Hammond 1967: 209-211, 699-700, σχέδιο 18; Hammond 1971, 3
[11] Budina 1993: 118
[12] Budina 1993: 119, πίν.VI; Eggebrecht 1988:286
[13] Budina 1972: 341,344
[14] Michell 2006: 261-76; Budina 1977-78; Bowden 2003: 131-132 6
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ
ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Δημοσιεύτηκε το 2007 από το himarablog.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου