Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

6 Οκτωβρίου 1913: Πάνδημο συλλαλητήριο στην Κορυτσά ενώπιον της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου για την παραμονή της περιοχής στην Ελλάδα


Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου έφτασε στην Κορυτσά στις 6 Οκτωβρίου, αλλά είχε αποφασίσει να μην παραμείνει στην πόλη, μια και οι εργασίες της θα άρχιζαν από την Ερσέκα. Ο λαός όμως της πόλεως την εμπόδισε να προχωρήσει* και με παρακλήσεις προσπαθούσε να πείσει τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να παραμείνουν έστω και μια μέρα για να εξετάσουν το εθνικό φρόνημα των κατοίκων.
Επειδή ο Αυστριακός αντιπρόσωπος Μπιλίνσκυ (Πρόξενος της Αυστρίας στα Ιωάννινα και γνωστός μισέλληνας) και ο Ιταλός Λάμπια ήταν αμετάπειστοι και επιχείρησαν να διαφύγουν με τα άλογα των αμαξών χωρίς τις αποσκευές τους, τα γυναικόπαιδα σχημάτισαν τείχος που εμπόδιζε την αναχώρηση τους. 
Στη συνέχεια οδηγήθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκαν οι επίσημοι της πόλεως και τους περιποιήθηκαν με ευγένεια.

Μπροστά από το Διοικητήριο παρέλασαν 2.500 και περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες κρατώντας ελληνικές σημαίες και τραγουδώντας πατριωτικά θούρια. Οι ξένοι αντιπρόσωποι έμειναν έκπληκτοι εμπρός στον ενθουσιασμό, τον όγκο και το παράστημα της ελληνικής νεολαίας της Κορυτσάς. Μεγαλύτερη ακόμα εντύπωση τους έκανε ο αριθμός των ενόπλων κατοίκων (4.000 περίπου) που παρέλασε στη συνέχεια**. 
Οι εκδηλώσεις των κατοίκων συνεχίσθηκαν όλη τη νύχτα και το σύνθημα που δονούσε αδιάκοπα την ατμόσφαιρα ήταν "Ένωση ή θάνατος".
Οι ξένοι δημοσιογράφοι έμειναν κατάπληκτοι από το θέαμα αυτό που παρουσίαζε η Κορυτσά και απέστειλαν στις εφημερίδες τους, του Παρισιού, του Λονδίνου, της Πετρουπόλεως κλπ, ενθουσιώδη τηλεγραφήματα και άρθρα υπέρ των Ελλήνων Ηπειρωτών.

Τελικά ο Ιταλός και ο Αυστριακός αντιπρόσωπος αναχώρησαν κρυφά για την Ερσέκα, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν μία ακόμα ημέρα, οπότε και επισκέφθηκαν το Μητροπολίτη Κορυτσάς.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γουάιλυ δήλωσε σε επιτροπή κατοίκων της Κορυτσάς που τον επισκέφθηκε, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Γερμανό, ότι: "Έχω λάβει διαταγές τις οποίες και εκτελώ. Γι' αυτό δεν είναι δυνατό να δεχθώ το υπόμνημα σας. Οπωσδήποτε όμως, ως Άγγλος, θα εκθέσω εκεί όπου πρέπει, όσα βλέπω".


* Λίγο μετά την άφιξη της Επιτροπής στην Κορυτσά αναγνωρίσθηκε ένας από τους Αλβανούς σωματοφύλακες. Ονομαζόταν Χασάν Κινάμι από τη Μπορόβα. Ήταν μέλος παλιάς τουρκαλβανικής συμμορίας και βαρυνόταν με τον φόνο της Αγγελικής Σωτηρίου, καταγόμενης επίσης από τη Μπορόβα. 

** Ο Ιταλός αντιπρόσωπος για να μειώσει την εντύπωση από την παρέλαση των ενόπλων παρατήρησε ότι "οι παρελαύνοντες είναι ευάριθμοι, επειδή όμως έρχονται κύκλο φαίνονται πολλοί". Ο Γάλλος αντιπρόσωπος τον προκάλεσε να παρακολουθήσουν την παρέλαση έξω από το Διοικητήριο. Έμειναν εκστατικοί από το θέαμα που παρουσίαζε η μεγάλη λεωφόρος της Κορυτσάς.

από τον τόμο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού "Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας"

Οι επιστολές του Ολλανδού ταγματάρχη Τόμσον κατά τη διάρκεια του Αυτονομιακού Αγώνα

Για τα 100 χρόνια από τις ειρηνευτικές αποστολές της Ολλανδίας δημοσιεύθηκε η χρονολογία του Ολλανδού Ταγματάρχη Τόμσον ο οποίος ήταν παρών στην Αλβανία κατά την δημιουργία αυτού του κράτους και μάλιστα έλαβε μέρος ως διαμεσολαβητής για την επίλυση του ζητήματος που προέκυψε με την Αυτονομία της Β Ηπείρου το 1914. Ας διαβάσουμε τις επιστολές και να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας.
Η πρώτη Επιστολή, Αυλώνα, Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 1914 (Ημέρα κήρυξης της Αυτονομίας της Β Ηπείρου)
Επιστολή του Ταγματάρχη Τόμσον προς τον αδελφό του, ο οποίος ήταν λοχαγός στα σύνορα, Gerrit Jan Pieter Albert Thomson. Την στιγμή που γράφτηκε η επιστολή ο DeVeer και ο Τόμσον ήταν σε ερευνητική περιοδεία στην Αλβανία γιατί έπρεπε να αναφέρουν στην Ολλανδία για την δραστηριότητα τους.
Το περιεχόμενο της επιστολής, η οποία δημοσιεύεται για πρώτη φορά έχει ως εξής:
«Η δουλειά μου εδώ έχει ενδιαφέρον, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να συνεργαστείς με τον Στρατηγό DeVeer . Δεν έχω δει ποτέ μου τέτοιο πικρό πρόσωπο. Αυτός είναι ένας στρατιωτικός της παλιάς σχολής, με την άσχημη έννοια της λέξεως. Τα πάντα πρέπει να εξαρτώνται από το γεγονός ότι αυτός είναι ο στρατηγός εδώ.
Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με μένα αυτός στεναχωριέται. Στεναχωρήθηκε πολύ με το άρθρο της «Corriere de la Sera», τόσο πολύ που συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα με τον ανταποκριτή αυτής της εφημερίδας. Ο ανταποκριτής με ρώτησε αν ήταν καλά στα μυαλά του ο Στρατηγός DeVeer. Στα αλήθεια εγώ δεν έχω αρνηθεί οποιαδήποτε συνέντευξη, εντωμεταξύ ο DeVeer έγραψε στην «Nieuwe Courant», πράγμα που το συζήτησα μαζί του. Αυτός ξανά στεναχωρήθηκε μαζί μου και ανάγκασε τους λοχίες που μας συνόδευαν, να ορκιστούν ότι δεν θα μιλούσαν σε δημοσιογράφους.
Παρατηρώ στο κεφ. 3 της προκαταρκτικής έκθεσης, ο DeVeer, έχει λάβει κριτικές για την δική του εκδοχή. Κατά την φάση αυτή της έρευνας μας, μόνο ένας ηλίθιος θα μπορούσε να εκφράσει τις ιδέες του στην εφημερίδα κατά αυτόν τον τρόπο. Αλλά ο DeVeer είχε το χρόνο που χρειαζόταν για να το κάνει αυτό, γιατί την δουλειά του την έκανα εγώ. Τώρα βρίσκομαι στο σημείο που γράφω το τελευταίο μέρος της αναφοράς μου το οποίο ελπίζω να το στείλω αυτή την εβδομάδα για εκεί. Αυτή η αναφορά θα είναι ευρύτερη και πρέπει να έχει την μορφή ενός εγχειριδίου. Εξαρτάται από τις περιστάσεις για το πόσο θα καθίσω εδώ.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Η επιστολή του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού στους Υπουργούς Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετά την επανένωση της Γερμανίας


Από αριστερά οι Υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζαίημς Μπέηκερ, της Γαλλίας Ρολάν Ντυμά, της Δυτικής Γερμανίας Ντίτριχ Γκένσερ και της ΕΣΣΔ Έντβαρδ Σεβαρδνάτζε, στον παλιό μεθοριακό σταθμό ελέγχου Τσάρλι του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1990


ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ

Αριθ. Πρωτ. 381
Εν Αθήναις τη 25 Σεπτεμβρίου 1990
Προς τους
Εξοχωτάτους Υπουργούς Εξωτερικών
1. Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής κ. Τζαίημς Μπέηκερ
2. Σοβιετικής Ενώσεως κ. Έντβαρδ Σεβαρδνάτζε
3. Μεγάλης Βρετανίας κ. Ντάγκλας Χερδ
4. Γαλλίας κ. Ρολάν Ντυμά

Εντιμότατοι κύριοι Υπουργοί,
Ως Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Έξαρχος πάσης Βορείου Ηπείρου και Πρόεδρος του «Πανελληνίου Συνδέσμου Βορειοηπειρωτικού Αγώνος» και εξ αφορμής της υπογραφείσης εις Μόσχαν, την 12.9.1990, συνθήκης ειρήνης υπό των νικητριών Δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δια της οποίας αποκαθίσταται η εθνική κυριαρχία της ενιαίας Γερμανίας, απευθύνομεν προς υμάς την παρούσαν επιστολήν μας.
1) Συμμεριζόμενοι κατ’ αρχήν την χαρά του λαού των δύο Γερμανιών επιτυχόντος ύστερα από 45 έτη την ένωσιν, αισθανόμεθα συγχρόνως χρέος ημών επισκοπικόν να υπενθυμίσομεν εις υμάς και το δράμα ενός άλλου λαού, που συνδέεται αρρήκτως με τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον...

(Ακολουθεί αναφορά στους αγώνες της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων κατά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο και στην κατάσταση που επικρατούσε στη Βόρειο Ήπειρο από το 1940 και έπειτα)

... Η Ελλάς, εν ονόματι των θυσιών της εκείνων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των υποσχέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, προσέφυγε το 1946 εις το Συμβούλιον των τεσσάρων (4) Υπουργών Εξωτερικών των νικητριών Δυνάμεων. Εκεί η Ελλάς κατέθεσε το δίκαιον αίτημα της, της εδαφικής διεκδικήσεως της επί της Ελληνικωτάτης Βορείου Ηπείρου. Εις το Συμβούλιον όμως των 4 Υπουργών Εξωτερικών, κατά την Σύνοδον αυτού εν Νέα Υόρκη, από 4 Νοεμβρίου έως 12 Δεκεμβρίου 1946, συνεφωνήθη ότι απόφασις δια το Βορειοηπειρωτικόν θα ελαμβάνετο υπό των 4 Υπουργών των Εξωτερικών, μετά την υπογραφήν της Συνθήκης Ειρήνης με την Αυστρίαν και την Γερμανίαν.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Μνήμες από τον διωγμό της θρησκείας επί καθεστώτος Χότζα

«…26 Φεβρουαρίου 1967. Τέλεσα σήμερα την τελευταία Θεία Λειτουργία. Αμέσως μετά παρέδωσα τα κλειδιά του ναού στην οργάνωση νεολαίας του χωριού…».

Το «ημερολόγιο» του ιερέα Μιχάλη Μπάρκα, από το χωριό Βόδριστα του Αργυροκάστρου, που παρέδωσαν το 1998 στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο τα παιδιά του, αφού ο ίδιος δεν ζει πλέον, δεν ήταν ένα συνηθισμένο τετράδιο. Ηταν το ευαγγέλιο της εκκλησίας των Ταξιαρχών όπου ο παπα-Μιχάλης ιερουργούσε μέχρις ότου το καθεστώς Χότζα την κλείσει και τη μετατρέψει σε αποθήκη. Εκεί πρόλαβε και κατέγραψε τις τελευταίες του ώρες ως ιερέα.

Το 1967 ήταν η πιο μαύρη χρονιά για τους πιστούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, στην Αλβανία του Χότζα. Σηματοδότησε την κορύφωση του «πολέμου κατά της θρησκείας», που είχε ξεκινήσει από την εγκαθίδρυσή της το 1945 η κομμουνιστική δικτατορία. Χριστιανικές εκκλησίες, ορθόδοξες και καθολικές, και μουσουλμανικά τεμένη μετατράπηκαν σε αποθήκες, στάβλους και «πολιτιστικά κέντρα» ή κατεδαφίστηκαν, μοναστήρια λεηλατήθηκαν και έγιναν στρατώνες, κάθε θρησκευτική δραστηριότητα απαγορεύτηκε, ο αθεϊσμός κατοχυρώθηκε συνταγματικά, ιερωμένοι δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξευτελίστηκαν, επί σχεδόν 30 χρόνια.

Μαρτυρίες χριστιανών που βίωσαν τον απόλυτο διωγμό, συζητήσεις του Χότζα με τον Στάλιν για το «θρησκευτικό ζήτημα», την ντιρεκτίβα του δικτάτορα προς τις κομματικές οργανώσεις για το πώς θα σχεδιάσουν και θα υλοποιήσουν το ξερίζωμα της θρησκείας από τον πληθυσμό, αλλά και τη σχέση του διωγμού με την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, φέρνει στο φως η «Κ», με αφορμή την επίσκεψη, σήμερα, του Πάπα Φραγκίσκου στα Τίρανα, για να επιβραβεύσει την καρτερία των πιστών της Αλβανίας. Με την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, το ’44, ο Χότζα έθεσε στο στόχαστρο και τη θρησκευτική πίστη των ανθρώπων. 


Οι ομαδικοί εξισλαμισμοί σε Ήπειρο και Αλβανία

Μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά. Περίτμησι Ηπειρωτών. Τουρκοχριστιανοί και μισότουρκοι «Γραικομάνοι»

Ο εξισλαμισμός στην Ήπειρο άρχισε επί σουλτάνου Μουράτ Β΄, εξηπλώθη δε επικινδύνως μετά την ήττα του Σκεντέρμπεη, οπότε οι μεγάλοι κτηματίες ηναγκάσθησαν να εξισλαμισθούν για να διατηρήσουν τα τιμάριά τους, αξιωθέντες τού τίτλου «μπέηδες» κατά κληρονομιά. «Τούτους κάτω από ψυχολογικό εξαναγκασμό εμιμήθησαν και οι πτωχοί κολλήγοι». 
Τη σκληρότερη τυραννία όμως υπέστη ή Ήπειρος, κατά τον Ν. Πατσέλη, μετά τον θάνατο τού Σκεντέρμπεη, «διότι εφ’ όσον χρόνον εμάχετο ούτος προς το Οθωμανικόν Κράτος, ή Ήπειρος συνεμμάχει μαζύ του. Διά τούτο μετά τον θάνατόν του, οι Οθωμανοί την μετεχειρίσθησαν απανθρώπως, αναγκάσαντες τον πληθυσμών εις εξισλαμισμόν.
»Ο ισλαμισμός των Χριστιανών λέγει, ιδίως εις την καλουμένην σήμερον Β. Ήπειρον, έκαμε τας μεγαλυτέρας προόδους, όταν ό Γ. Καστριώτης, ηρνήθη την πίστι του εις τον Σουλτάνο και την μουσουλμανικήν θρησκείαν».


«Η διπλή αυτή αποστασία, προσθέτει εξ άλλου ό Καντεμίρ, ηρέθησεν τόσον τον Αμουράτ, ώστε ούτος μετέτρεψεν όλας τας χριστιανικάς εκκλησίας τής χώρας των Αρβανιτών και ίνα κάμη όσα ηδύνατο εξιλαστήρια θύματα προς ικανοποίησιν τού Μωάμεθ, διέταξε επί ποινή θανάτου να περιτμηθούν όλοι οι Ηπειρώται. Ή μέθοδος αύτη, τονίζει, είχεν αναριθμήτους νεοφωτίστους. Ολόκληρος δε ή χώρα εις ολίγον διάστημα εμυήθη εις την μωαμεθανικήν πίστιν. Εξαίρεσιν απετέλεσαν εις τον ποσηλυτισμόν εκείνον οι καθολικοί Αλβανοί (Μιρδίται) και το τμήμα το οποίον επεκτείνεται από την Οχρίδα προς Βορράν έως την Χειμάρραν προς Νότον, το οποίον διετήρησεν την ελληνικότητά του, κατά μέγα μέρος δε και την γλώσσαν, παρά την επίμονη αντίδρασι των αλβανικών φυλών».