Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Οι εξελίξεις στη Βόρειο Ήπειρο τον Δεκέμβριο του 1913 και τον Ιανουάριο του 1914

Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς που είχε απελευθερώσει λίγους μήνες πριν.


Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο 
Σουλιώτης στην καταγωγή Διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (φωτογραφία), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου που μόλις είχε δημιουργηθεί και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.

Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Δεκεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει τη διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του».

Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί το βόρειο τμήμα της Ηπείρου.
Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.

Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και το σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής.

Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο».
Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει τη μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμών των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση.
Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή.
Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε΄ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε.

Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.

Εν τω μεταξύ ο Αρχηγός της Χιμάρας Ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος απηύθυνε στις 14 Ιανουαρίου 1914 "Έκκληση προς το Πανελλήνιον" να μην εγκαταλείψει τη Χιμάρα και την Ήπειρο.


Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε τη σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου.
Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.


Οι πρώτες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης


Η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κοινοποίησε με εγκύκλιο της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας, τις ακόλουθες οδηγίες της για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό:

- Να επιδιωχθεί, εφόσον είναι δυνατόν, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού).
- Να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να επιστραφούν όσα είδη είχαν αφαιρεθεί.
- Να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και όσοι υπάρχουν να αφοπλιστούν. Να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια κατά των Αλβανών.
- Να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο.

Επιπλέον στην ίδια εγκύκλιο τονιζόταν και πάλι ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας και αγαθών σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων. Στα πλαίσια μάλιστα της προσπάθειας ομαλής εκκενώσεως της περιοχής δόθηκε εντολή στο Νομάρχη Κέρκυρας Βαρατάση να πάει στον Αυλώνα, όπου βρισκόταν η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για τη ρύθμιση ορισμένων σχετικών θεμάτων.

Πολλά από τα μέτρα αυτά της Κυβερνήσεως έγιναν γνωστά στους κατοίκους με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις πόλεις της Ηπείρου και στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα του τόνου των διαμαρτυριών και της οξύτητας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε είναι και το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Σ. Σπυρομήλιου πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή Χιμάρας, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1914, προς τον αναπληρωτή διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού:

«Προ 15 μηνών, με διαταγή της Κυβερνήσεως επανεστάτησα την επαρχίαν και μέχριν σήμερον έμεινεν υπό τα όπλα πολεμούσα εις το πλευρόν του Στρατού. Ακόμη και χθες μετ’ αυτού εβάδισε κατά Μπολένας προς εκδίκησιν των φονευθέντων εν ενέδρα στρατιωτών.
Αν Ευρώπη δεν εγκρίνη ενωθώμεν μετά μητρός πατρίδος και αυτή δεν δύναται να μας προστατεύση, τουλάχιστον ας μας αφήση όπλα μας, αμυνθώμεν μόνοι. Ενδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν. Στρατός δε, παραδίδων αόπλους συστρατιώτας και αδελφούς εις εχθρούς σφαγείς, γίνεται δήμιος και παρουσιάζει πρωτοφανές εις την ιστορίαν παράδειγμα.
Εν ονόματι Θεού και Ελληνισμού, εγκαταλείψατε μας, αλλά μη μας αφαιρείτε μέσα αμύνης. Φονεύσατε μας αλλά μη δεχθήτε να γίνετε συνεργοί δημίων.
Ο Ελληνικός Στρατός, ο δοξασθείς εις δύο πολέμους, ας μη παρουσιάσει ηθικόν ίσον και κατώτερον με αλβανικάς ορδάς. Ενθυμηθείτε το Έθνος. Ενθυμηθείτε τον Βασιλέα.
Σπυρομήλιος.»


Πηγές:

- «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας 1914» Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
- «Χειμάρρα, το άπαρτο κάστρο του Ελληνισμού» Κώστα Χατζηαντωνίου, εκδόσεις «Πελασγός»
- «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγών (1914)» Κωνσταντίνου Σκενδέρη, εκδόσεις «Πελασγός»
- «Ο Αυτονομιακός Αγώνας Β. Ηπείρου 1914 από τη σκοπιά των Αγωνιστών», Απόστολου Παπαθεοδώρου, εκδόσεις «Τήνος»

επιμέλεια: Θοδωρής Ασβεστόπουλος


από το ιστολόγιο toorama.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου