Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

16 Ιουνίου 1961: Ο Καπετάνιος του Βούρκου Θύμιος Λιώλης περνάει στην αθανασία

ΑΠΕΘΑΝΕ ΤΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΚΟΥ. 
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΘΥΜΙΟΣ ΛΩΛΗΣ 

Το πρωί της Παρασκευής 16 Ιουνίου, απέθανε στο Κρατικό Νοσοκομείο, όπου ενοσηλεύετο από ολίγων ημερών, το γνωστό σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο και ιδιαίτερα στην επαρχία Δελβίνου παλληκάρι, ο θρυλικός αρχηγός του Βούρκου, ο καπετάν Θύμιος Λώλης σε ηλικία 83 ετών. 
Η είδηση του θανάτου του εσκόρπισε αφάνταστη λύπη σ' εκείνους που τον γνώρισαν από κοντά, σ' εκείνους που τον γνώρισαν μαζί του και εξετίμησαν τα καταπληκτικά κατορθώματα του, τους συνεχείς αγώνες του, το ακατάβλητο θάρρος του και τη λεβεντιά του.

Ο Θύμιος Λώλης γεννήθηκε στην Κρανιά του Δελβίνου και από μικρός εμποτίστηκε με μίσος κατά των αγάδων, των τσιφλικάδων της περιοχής και όλων των εχθρών του Γένους και διάλεξε το ντουφέκι ως μοναδικό μέσο για να τους πολεμήσει. 
Το 1904 ο επίσης θρυλικός αρχηγός της Χειμάρρας Σπυρομίλιος τον έστειλε στη Μακεδονία υπό τας διαταγάς του ωσαύτως θρυλικού Ηπειρώτη αρχηγού Παύλου Μελά, όπου επολέμησε γενναία. 
'Υστερα γύρισε στην πατρίδα του και οργάνωσε αντάρτικο σώμα δικό του, το οποίο συνεργάσθη το 1912 με τον αείμνηστο Αργυροκαστρίτη οπλαρχηγό Ιωάννη Πουτέτση. Μετά το φόνο του Πουτέτση στην Τσούκα της επαρχίας Δελβίνου, ο Θύμιος συνέχισε τους αγώνες του πολεμώντας και τους Τούρκους και τα άτακτα στίφη των αλβανικών συμμοριών, που εμφανίστηκαν τότε με την κήρυξην του πολέμου, για να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πλυθησμό και να ιδρύσουν την Αλβανία. 
Το 1914 με την κύρηξη της Επαναστάσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού εναντίον των ισχυρών της γης για την άδικη απόφαση τους, ο καπετάν Θύμιος από τους πρώτους προσεχώρησε σ' αυτήν. 
Πολέμησε γενναία σε όλες τις μάχες, προκαλέσας τον θαυμασμόν δια την τόλμη του, την ευκινησίαν του και την καταπληκτική σκοπευτική του ικανότητα. 
Μετέπειτα όταν η Βόρειος Ήπειρος επεδικάσθη στους Αλβανούς, ο καπετάν Θύμιος σε όλους τους αγώνες του εκεί Ελληνισμού έδινε το παρόν. 

Το 1934 κατά την απεργία των κατοίκων για τα σχολεία, ο Θύμιος με τους άλλους ηγέτες του εκεί Ελληνισμού εξωρίσθη. Και κατά τον πόλεμο του 1940 ο Θύμιος Λώλης πρώτος στον αγώνα. 
Το 1941 ήρθε στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Μα οι Αλβανοί που αποτελούσαν τη θλιβερή συνοδεία των Ιταλών, τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν στα Τίρανα και τον καταδίκασαν διότι κατά τον πόλεμο βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό. 
Τον άφησαν αργότερα, αλλά ο καπετάν Θύμιος δεν ησύχασε. Οργάνωσε σώμα από 500 περίπου Βουρκάρηδες και πλεμούσε κατά των Ιταλών, Γερμανών και Αλβανών. Οι Αλβανοί όμως δεξιοί και αριστεροί τον κυνήγησαν και το 1944 κατέφυγε με λίγα παλληκάρια στις ομάδες του Ζέρβα. 
Ήρθε στην Αθήνα ζώντας πάντοτε με τον καημό πως θα γυρίσει πίσω στον τόπο του, αλλά πέθανε πικραμένοςπου δεν πραγματοποιήθηκε ο πόθος του. 

Το ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ που τον φιλοξενούσε πάντοτε στα γραφεία του και φεύγοντας απ' αυτό προ ημερών έπεσε στο δρόμο από τους πόνους που του προξενούσαν τα τραύματα που' χε στο σώμα του, γράφει τα λίγα αυτά λόγια. 
Η δράση όμως του θρυλικού καπετάν Θύμιου είναι πολύ μεγάλη και θα επανέλθει. 
Δεν κλέει για το θάνατο του, γιατί στα παλληκάρια δεν ταιριάζουν κλάματα. 
Μα κι αν πέθανε οι αγώνες του και οι θυσίες του θα μείνουν πάντα χαραγμένοι στη σκέψη όλων των Βορειοηπειρωτών. 
Στα βουνά και στα λαγκάδια του Νομού Αργυροκάστρου και ιδιαίτερα της επαρχίας Δελβίνου θα αχάει το θρυλικό τραγούδι: 
"Μες στης Δρόβιανης τη ράχη 
Θύμιος Λώλης κάνει μάχη". 

Η νεκρώσιμη ακολουθία του αείμνηστου Μπάρμπα Θύμιου εψάλη την επομένη και 11 η ώρα στο Ναό των Αγίων Αναργύρων. 
Προσήλθον δε εις αυτήν όλα σχεδόν τα Διοικητικά Συμβούλια των Βορειοηπειρωτικών Οργανώσεων και πολλοί συμπατριώτες... 


Αθανάσιος Γκογκόνης 

"ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ"

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Η Παιδεία στο Αλύκο την περίοδο 1913-1939

Η Παιδεία στο Αλύκο την περίοδο 1913-1939
Το 1913 συμβαίνουν κοσμο-ιστορικά γεγονότα. Ξεκίνησε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος και ο Αυτονομιακός Αγώνας των Βορειοηπειρωτών. Πολλοί νέοι των χωριών, μεταξύ τους και οι διδάσκαλοι, κατετάγην εθελοντές στον Ελληνικό στρατό.

Αν και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα ερείπια που άφησε ο χαλασμός του ’12, πρωτίστως ανακαίνισαν το δικό τους σχολείο, το οποίο λειτούργησε κανονικά  το σχολικό έτος 1913-14, όπως και το σχολικό έτος 1914-15. Το σχολικό έτος 1915-16, επιστρέφοντας από το μέτωπο, διορίζεται ξανά στο Αλύκο ο γνωστός μας δάσκαλος και διευθυντής Ευάγγελος Ιωαννίδης.

Με την Ιταλική κατοχή ξεκίνησε ένας νέος Γολγοθάς για τα ελληνικά σχολεία, κάτω από τις διπλές πιέσεις Ιταλών και Αλβανών, οι οποίοι προσπάθησαν, με κάθε μέσο,  την αλβανοποίηση και ιταλοποίηση των ελληνικών σχολείων.

Το σχολικό έτος 1917-18 ήρθαν από την Ιταλία 40 δάσκαλοι (Ιταλοί στρατιώτες) για να διδάξουν την Ιταλική γλώσσα. Αυτή η προσπάθειά τους  δεν πέρασε χάριν στην επαγρύπνηση και δυναμική αντίσταση των Βορειοηπειρωτών.

Πιο άγρια συνέχισαν οι διώξεις εκ μέρους των αλβανικών αρχών μετά το 1921, όπου η Αλβανία είχε αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος από την Κ.τ.Ε. Το σχολικό έτος 1921-22 ο Υπουργός Παιδείας της Αλβανίας Sotir Peci, με τις οδηγίες που έστειλε στην Διεύθυνση Παιδείας Περιφέρειας Αργυροκάστρου (6 και 12 Οκτωβρίου 1921) κι απ’ όπου εξαρτιόνταν όλα τα ελληνικά σχολεία, διέταξε να ενωθούν πολλά σχολεία, αποσκοπώντας την μείωση του αριθμού  των ελληνικών σχολείων.

Έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία στα αλβανόφωνα χωριά και όλα τα ιδιωτικά σχολεία  στα ελληνικά χωριά, υποχρεώνοντας τους ελληνικής καταγωγής μαθητές να φοιτούν σε κρατικά σχολεία, όπου διδάσκονταν στην αλβανική γλώσσα και με αυστηρό αλβανικό πρόγραμμα. Επέτρεπαν την μάθηση της ελληνικής μητρικής γλώσσας ολίγες ώρες την εβδομάδα ως ξένη γλώσσα.

«Το σχολικό έτος 1921-22 γύρω στα 250 παιδιά από τα χωριά: Αλύκο, Τσαούσι, Γέρμα, Μεμούσμπεη (σημερινή Πλάκα) και Τσούκα, έμειναν χωρίς να πηγαίνουν στο σχολείο», ενημέρωνε το Υπουργείο Παιδείας στα Τίρανα η Ημιπεριφέρεια Δελβίνου.

Στις 18.12.1926, 25 ελληνικές οικογένειες της πόλης των Αγίων Σαράντα ζήτησαν από τις Αρχές ν’ ανοίξει ελληνικό σχολείο όπου θα μάθαιναν 80 μαθητές και η απάντηση ήταν αρνητική.

Οι Βορειοηπειρώτες δεν έπαψαν ποτέ να διαμαρτύρονται. Και με την εξάμηνη κυβέρνηση του Φαν Νόλι οι διώξεις συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και αγριότητα. Με την άνοδο στην βασιλεία της χώρας του Α. Ζώγκου, η κατάσταση της παιδείας στα ελληνικά σχολεία έγινε ακόμα πιο απελπιστική. Δεν διορίζονταν Ελληνοδιδάσκαλοι  χωρίς να γνωρίζουν να διδάσκουν την αλβανική γλώσσα. Άφησαν τα σχολεία χωρίς συντήρηση και εξοπλισμό.
Η Παιδεία στο Αλύκο την περίοδο 1913-1939Το σχολικό έτος 1932-33 ο διδάσκαλος από το Αλύκο Ευάγγελος Ζάχος (φώτο), στέλνοντας την στατιστική του αριθμού των μαθητών του σχολείου του Αλύκου  για τα σχολικά έτη 1931-32 και 1932-33, ζήτησε από τις Αρχές να εγκρίνουν κι έναν επιπλέον δάσκαλο (ιδιώτη) γιατί ο αριθμός των παιδιών από τα γύρω χωριά ήταν αρκετά μεγάλος. Μάταια, όμως, γιατί η αίτηση δεν .έγινε δεκτή.

Το σχολικό έτος 1933-34 (26.04.1933) οι αλβανικές αρχές, με την ευλογία και των Ιταλών συμμάχων, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία σε όλη την αλβανική επικράτεια όπου ζει ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός.
Τα ελληνικά σχολεία μετατράπηκαν σε αλβανικά. Παύτηκαν, σχεδόν, όλοι οι Ελληνοδιδάσκαλοι και αντικαταστήθηκαν με Αλβανούς δασκάλους χωρίς καμία παιδεία και με έντονη ανθελληνική εθνική δράση, στοχεύοντας στην πλήρη αλβανοποίηση της παιδείας και την αλλοίωση της ελληνικής συνείδησης των Βορειοηπειρωτών. Τότε άρχισε ο απεργιακός αγώνας των Ελληνοδιδασκάλων και μαθητών.

Οι διαμαρτυρίες από τους διδασκάλους, ιερείς και όλους τους κατοίκους των ελληνικών κοινοτήτων, έγιναν έντονες και καλά οργανωμένες. Πρωτοστάτησαν στο Αλύκο οι: παπα- Ανδρέας, Σταύρος Χ. Κόκκαλης, Βαγγέλης Ζ. Παπάς, Βαγγέλης Κ. Ζάχος, Σταύρος Π. Ιωαννίδης, στη Φοινίκη ο Κωνσταντίνος Ν. Ιωάννου και στην πόλη του Δελβίνου ο Γρηγόρης Μάσσιος. Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες υπογραφές και στάλθηκαν, διαμέσου του Ελληνικού Προξενείου των Αγίων Σαράντα και της Ελληνικής Κυβέρνησης, στην Κ. τ. Ε.  και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ο Αγώνας δικαιώθηκε (06.04.1935). Υποχρεώθηκε η Αλβανία να επιτρέψει την λειτουργία των ελληνικών σχολείων, αλλά μόνον στις συμπαγές ελληνικές περιοχές, αναγνωρισμένες από την αλβανική κυβέρνηση.

Την περίοδο των μεγάλων διώξεων  και καταπατήσεων των μειονοτικών δικαιωμάτων, πολλοί Ελληνοδιδάσκαλοι, ιερείς και πρόκριτοι, εξορίστηκαν και φυλακιστήκαν. Εξορίστηκε στο Ελμπασάν και ο πατριώτης δάσκαλος Γρηγόρης Μάσσιος, που υπηρετούσε  στην ελληνική συνοικία της Λάκκας του Δελβίνου.

Το σχολικό έτος 1936-37 στο σχολείο του Αλύκου φοιτούσαν 85 μαθητές με δύο δασκάλους.  Τους Ευάγγελο Δημ. Κρούσκο και Σπυρίδων Π. Μαραγκό.
Το σχολικό έτος 1937-1939 υπηρέτησαν οι δάσκαλοι: Ματθαίος Σπ. Καλυβάς, Ελευθέριος Α. Κέντρος και διευθυντής ο Κώστας Α. Κατσιάνης.
Οι Ελληνοδιδάσκαλοι, οι ιερείς, οι αναγνώστες και οι πρόκριτοι, ήταν αυτοί που στην πιο σκοτεινή περίοδο της Τουρκικής επικράτησης κι άλλων διωκτών, κράτησαν ζωντανή την πίστη στην Ορθοδοξία, την ελληνική παιδεία και την εθνική συνείδηση. Έλαμψε το άστρο του Ελληνοδιδάσκαλου Ευάγγελου Ιωαννίδη (παπα-Βαγγέλη) όπου με τους μαθητές του διδασκάλους, άφησαν εποχή.

Απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου εντόπισα γραπτά στοιχεία και  ομολογίες από τους παππούδες μας, μαθαίνουμε ότι οι διδάσκαλοι, που τόσα πολλά προσέφεραν για την παιδεία, επιβίωναν φτωχικά. Πληρώνονταν σε είδος από τους γονείς των μαθητών, όπως: σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά, μαλλί κ.α.  Μετά το 1913 η αμοιβή γινόταν βάση «συμβολαίων» με τους πάρεδρους των χωριών. Εκτός του κοινοτικού πενιχρού μισθού, βοηθούσε και το επίσημο Ελληνικό κράτος με βοηθητικό επίδομα.

Βασίλης Ιωάννου
Τέως έπαρχος Αλύκου

Φώτο πάνω: σχολικό έτος 1936

sfeva.gr

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ρενέ Πυώ: Η Χειμάρρα πηγή του Ελληνισμού

Χειμάρρα, 8 Μαΐου

      Αυτή η εντύπωση της εναγώνιας παρακλήσεως που τόσο με συγκίνησε στα άλλα χωριά, στη Χειμάρρα εξαλείφθηκε τελείως. Οι Χειμαρριώτες δεν υπέφεραν από τον τουρκαλβανικό ζυγό γιατί είχαν εξασφαλίσει προνόμια. Εδώ και αιώνες είχαν σχηματίσει ένα είδος κράτους εν κράτει. Μία ελληνική126 περιοχή με αυτονομία, την οποία η τουρκι­κή κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί. 
Η επαρχία της Χειμάρρας περιλαμβάνει επτά χωριά: Χειμάρρα, Κήπαρο, Βουνό, Δρυμάδες, Παλάσσα, Πυλιόρι και Κουβέτσι με 12.000 κατοίκους, οι οποίοι πληρώνουν στην Υψηλή Πύλη συνολικά 16.000 φράγκα το χρόνο. Αυτός ο φόρος γινόταν δεκτός με ευγνωμοσύνη, επειδή η Υψηλή Πύλη πίστευε πως απαιτώντας παραπάνω δεν θα έπαιρνε τίποτε απολύτως. Μ' αυτές τις συνθήκες οι Χειμαρριώτες, πραγματικοί Έλληνες127 από αιώνες, δεν έδειχναν καμιά ανησυχία για το μέλλον. Εάν η ευρωπαϊκή διπλωματία ήθελε να τους προ­σαρτήσει στο βασίλειο του Εσσάτ πασά ή του Κεμάλ πασά ή οποιουδήποτε άλλου φανταστικού Αλβανού μονάρχη, εκείνοι θα συνέχιζαν πολύ απλά την ανεξάρτητη πολιτική του παρελθόντος. Εκεί όπου η οθωμανική αυτοκρατορία απέτυ­χε να επιβάλει τους νόμους της, ο βασιλιάς του Σκουτάρι είχε πολύ λίγες πιθανότητες να επιβάλει τους δικούς του.

 

Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΣΠΥΡΟΜΙΛΙΟΣ

Δεν θα μπορούσα να διηγηθώ εδώ την ιστορία της Χειμάρρας από τον 15ο αιώνα, όταν οι Χειμαρριώτες αποτέλε­σαν, με τη γαλανόλευκη σημαία, τα χρώματα των Ελλήνων, έναν επίλεκτο σώμα στα στρατεύματα του Γεωργίου Καστριώτη128, ο οποίος μαχόταν ενάντια στους σουλτάνους. Η Χει­μάρρα ήταν τότε μία επαρχία διπλής σπουδαιότητας. Ο Αλή πασάς κατόρθωσε με τη μέθοδο του αφανισμού και της τρο­μοκρατίας να εξισλαμίσει129 μερικά χωριά από την άλλη πλευρά του βουνού. Παρ' όλα αυτά, η επαρχία εξακολουθού­σε να αποτελεί έως το 1833 ξεχωριστή ελληνική επισκο­πή130. Μέχρι σήμερα οι Χειμαρριώτες με την παλικαριά τους (και είναι πάρα πολύ καλοί σκοπευτές, όπως οι Ελβε­τοί) έχουν απολαύσει το προνόμιο να οπλοφορούν, να μην πληρώνουν έγγειο φόρο και καπνικό φόρο και απαλλάχθηκαν από τους τελωνειακούς δασμούς.

 Αυτοκυβερνώνται με το αρχέγονο σύστημα της δημογεροντίας (λαϊκή γερουσία). Οι οκτώ αρχαιότεροι στα χωριά απονέμουν τη δικαιοσύνη και διοικούν την κοινότητα. Για τις υποθέσεις που αφορούν ολόκληρη την επαρχία οι δημογέροντες συγκεντρώνονται στο κυριότερο χωριό της Χειμάρρας και αυτός ο πατριαρχικός θεσμός αρκεί για να εξασφαλίσει την τάξη και την ηρεμία.
 Τα τελευταία χρόνια, η τουρκική κυβέρνηση, η οποία ποτέ δεν είχε κανέναν αντιπρόσωπο στην επαρχία, έκρινε ότι για λόγους γοήτρου έπρεπε να στείλει κάποιον. Και πράγματι επέσπευσε την αποστολή έπαρχου, χότζα, δικα­στή, εισαγγελέα, δύο γραμματέων για τους δύο προηγούμε­νους κυβερνητικούς υπαλλήλους, μερικών χωροφυλάκων και δύο τηλεγραφητών. Τα άτομα αυτά έμεναν στην είσοδο του χωριού σε δύο κτίρια που κτίστηκαν αποκλειστικά γι' αυτά και ήλθαν σε επαφή με τον πληθυσμό, που αποδέχθηκε την παρουσία τους με σχετική ευκολία, δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ενοχλητικά. Φοβισμένοι από την αδιάφορη στάση των Χειμαρριωτών οι Τούρκοι υπάλληλοι δεν το κουνούσαν από το κατάλυμά τους, αρκούμενοι να πληροφορούν τους προϊσταμένους τους στην Κωνσταντινούπολη για τα φιλελ­ληνικά αισθήματα των διοικούμενων τους.

Διάλογος ανάμεσα σε Ιερολοχίτη από τη Δερβιτσάνη και Άγγλο απεσταλμένο κατά τον Αυτονομιακό Αγώνα

Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος ανάμεσα σ’ ένα Ηπειρώτη Ιερολοχίτη της Δερβιτσάνης που είχε τότε ορισθεί σαν ένα από τα στρατολογικά κέντρα και στον Άγγλο απεσταλμένο, μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου. 

Το αντιγράψαμε απ’ την Εφημερίδα «Πυρσός Βορείου Ηπείρου», Φεβρουάριος 1980.

             -Πόσα φυσίγγια έχεις ; ρωτάει ο Άγγλος.
             -Αυτά που ’χω στις θήκες μου, του απαντάει ο Ιερολοχίτης.
             -Πόσα είναι ;
             -Εξήντα.
             -Αυτά μόνο έχεις ;
             -Έχω και σαράντα στο κατάλυμά μου.
             -Δηλαδή, εκατό. Άλλα δεν έχεις ;
             -Όχι, αποκρίνεται ο Δερβιτσιώτης.
             -Με εκατό φυσίγγια θα πολεμήσεις ; Γίνεται πόλεμος με εκατό φυσίγγια ; Κι άμα σωθούν αυτά, τι θα κάνεις ;
             -Και την Κυβέρνηση γιατί τη σχηματίσαμε, μυλόρδε, παρά για να φροντίσει, τι θα κάνουμε, όταν σωθούν τα 100 φυσίγγια. Και τα χρήματα που δίνουν οι Ηπειρώτες, γιατί άλλο παρά για φυσίγγια τα δίνουν...
             -Έχετε, λοιπόν, χρήματα ;
             -Στέλνουν οι Ηπειρώτες κάθε μέρα.
             -Έχουν στείλει πολλά ;
             -Ως δύο-τρία εκατομμύρια για πρώτη δόση. Και στέλνουν καθημερινά και δέκα έξι σωστά χρόνια μπορούμε να κρατήσουμε πόλεμο με στρατό 50.000 στο πόδι , μιλόρδε.
             -Αλλά ο Βηδ (ο Αλβανός ηγεμόνας) θα σας δώσει όσα προνόμια κι εγγυήσεις θέλετε. Γιατί είσαστε τόσο αδιάλλαχτοι ;
             -Αν οι Γάλλοι, μιλόρδε, σας έδιναν όλων των ειδών τα προνόμια και σας έπαιρναν την Αγγλία, τι γνώμη θα δίνατε, Άγγλοι σεις ;
             -Αυτό είναι άλλο, είπε νευρικά.
             -Είναι κάτι περισσότερο από όμοιο, μιλόρδε. Στο σπίτι του νοικοκύρη δε δίνει προνόμια ο φιλοξενούμενος αλλ’ ο νοικοκύρης, αν θέλει, δίνει, όσα του αρέσει. Κι εμείς μέσα τώρα στην Αυτόνομη Ήπειρο δεν έχουμε άλλο σκοπό παρά να τους θεωρήσουμε όλους ίσους κι ελεύθερους, να δώσουμε εγγυήσεις, και προνόμια κι ο,τι θέλουν, αλλά να ’μαστε εμείς οι νοικοκυραίοι και να μη μας δώσουν σαν να ’μαστε νοικάτορες. Αυτή είναι η ουσία, μιλόρδε, και τα τουφέκια γι’ αυτή κι όχι για καμιά άλλη δουλειά έχουν το φουσέκι.

****
             Μ’ αυτή τη δύναμη της ψυχής, με τη θερμή πίστη, ότι ο Θεός θα ευλογήσει το δίκαιο αγώνα τους και με τη συνείδηση, ότι εκτελούν
χρέος ιερό προς την πατρίδα τους, ρίχνονται στη μάχη.

             Ξέρουν, βέβαια, ότι ο εχθρός είναι και σε αριθμό και σε όπλα και σε ξένη βοήθεια, σε πολύ καλύτερη θέση απ’ αυτούς.

             Κι όμως, οι Ηπειρώτες δε λιποψυχούν. Γιατί ξέρουν κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Ότι, όταν κανείς αγωνίζεται για τα ιερά και τα όσια της φυλής του, εκείνο που μετράει πάνω από υλικό εξοπλισμό κι αριθμητική δύναμη, είναι της ψυχής η φλόγα κι η αντοχή.

             Γι’ αυτό και προχωρούν αποφασιστικά, γενναία. Όπως ταιριάζει στους Έλληνες κάθε εποχής , όταν η πατρίδα τους καλεί να υπερασπιστούν την τιμή και τη λευτεριά της.

από sfeva.gr

Η Παιδεία στο Αλύκο έως το 1912

Η Παιδεία Στο Αλύκο Έως Το 1912

Η Παιδεία Στο Αλύκο Έως Το 1912

Ο Άγιος Κοσμάς στην τελευταία του περιοδεία (Ιούλιος 1779), φημολογείται ότι πέρασε και από τα χωριά Αλύκο και Τσαούσι. Στο κέντρο της επαρχίας Αλύκο υπήρχαν, ως αργά, δύο μεγάλες πέτρες όπου κάθισε ο Άγιος Κοσμάς και μίλησε στους πιστούς Αλυκιώτες που τον συνόδεψαν μέχρι το διπλανό χωριό, το Τσαούσι. Στο μέρος αυτό, οι κάτοικοι έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμή του Αγίου Κοσμά. 
Την ίδια μέρα συνάντησε και τους πιστούς του χωριού Τσαούσι. Και στα δυο χωριά συμβούλεψε  τους κατοίκους, με ιδιαίτερη επιμονή: «Να μάθουν τα παιδιά σας γράμματα».

Δεν γνωρίζουμε εάν προσπάθησε να εγκαινιάσει σχολείο στα δύο αυτά χωριά. Η κοινή λογική μας επιβεβαιώνει ότι το κρυφό σχολείο, στο υπόγειο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, λειτούργησε και διδάσκονταν τα απαραίτητα.

Από τους μαθητές που θα φοιτούσαν επιλέγονταν οι καλύτεροι. Αυτοί που εκδήλωναν ενδιαφέρον και μπορούσαν οι γονείς τους ν’ ανταπεξέρθουν τις οικονομικές δυσκολίες. Στέλνονταν στις Μονές Διβροβουνίου και Γερμανού, όπου ολοκλήρωναν τις σπουδές  και επέστρεφαν διδάσκαλοι, ιερείς και αναγνώστες.
Μεταξύ άλλων, που υπηρέτησαν στο Αλύκο την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα, ήταν και οι συγχωριανοί μας: Οι ιερείς: Παπα-Κώστας, παπα-Δημήτρης, παπα-Γιώρης και παπα-ΖήσηςΟ Γιάννης Παπάς, γιος του παπα-Κώστα (Στούκα) δίδασκε το 1896 στο χωριό Γέρμα και ένα χρόνο μετά απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία. Είχε διδάξει για πολλά χρόνια στην γενέτειρά του το Αλύκο.

Άλλοι διδάσκαλοι που δίδαξαν στο Αλύκο ήταν και ο Αθανάσιος Κώτσης, καταγόμενος από το χωριό Γέρμα, ο οποίος όταν χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε μόνιμος κάτοικος  στα Καλύβια Σούσι ή Δροβιανίτικα (σήμερα Ραχούλα), έγινε γνωστός ως παπα-Θανάσης, πατέρας του διδάσκαλου Ιωάννη Παπαθανάση και του ιερέα Κώστα Παπαθανάση.

Η κατάσταση της παιδείας, κάτω από αντίξοες συνθήκες, θα συνεχιστεί  και έως το 1874 όπου στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, δίπλα στο καμπαναριό, θα χτιστεί και θα λειτουργήσει το Δημοτικό σχολείο του Αλύκου. Αυτό χτίστηκε με έρανο και την ιδιωτική εργασία των κατοίκων  των χωριών: Αλύκο, Τσαούσι, Τρέμουλη και Κασιμαλίμπεη (σημερινό Νεοχώρι). Το σχολικό κτίριο αποτελούνταν από δυο αίθουσες (τάξεις)  και μια τρίτη μικρή αίθουσα για τους δασκάλους. Το σχολείο αυτό, στο χαλασμό του Δώδεκα, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε,  για ν’ ανεγερθεί την άνοιξη του 1913 από τους κατοίκους του χωριού Αλύκο και των γύρω χωριών.  Το 1929 κατεδαφίστηκε  και ξανακτίστηκε  από τον Ιταλό Λόρδο Λουκά Μπιμπέλι, όπου αποσκοπούσε τα μαθήματα να διδάσκονταν στα ιταλικά. 

Η Ελληνική Παιδεία στο Αλύκο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας

Η Ελληνική Παιδεία στο Αλύκο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας
Από την παράδοσή μας είναι γνωστό ότι τα χωριά του Βούρκου, όπου συμπεριλαμβάνεται και το χωριό  Αλύκο, κατά τον τουρκικό ζυγό υπέστησαν τους πιο άγριους διωγμούς. Η οικονομική εξαθλίωση συνοδεύτηκε και με τον ξεριζωμό του πληθυσμού από τις εστίες του.


Στους δύο πρώτους αιώνες, μετά την τουρκική επικράτηση, δεν γίνεται λόγος ούτε για συγκροτημένο χωριό Αλύκο, πόσο μάλλον για  ύπαρξη σχολείου και ελληνικής παιδείας. Στα δίσεκτα χρόνια της Οθωμανικής σκλαβιάς και τυραννίας  κατεδαφίστηκαν τα πάντα που σχετίζονταν με την εθνική ταυτότητα, την παιδεία και τον πολιτισμό.

Ο γνωστός φιλόλογος, λυκειάρχης, συγγραφέας και ερευνητής της παιδείας στη Βόρειο Ήπειρο, Νίκος Υφαντής, στο βιβλίο του «Ελληνική παιδεία» γράφει: «Είναι γνωστός ο απηνής διωγμός της παιδείας στην περίοδο που “όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκων’ η σκλαβιά”».
Γνωστή είναι επίσης η τουρκική βαρβαρότητα με απώτερο στόχο τον εξισλαμισμό των Ελλήνων και την αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης, και προσθέτει ο κ. Υφαντής: «Οι ιερείς και οι μοναχοί της δουλομένης πατρίδας, μπόρεσαν να κρατήσουν  την σπίθα της μάθησης με την οργάνωση των κρυφών σχολείων και την διδασκαλία σ’ αυτά  στοιχειωδών γραμμάτων-ίσα για να μείνει το καντήλι αναμμένο και να μη χαθούν τα πάντα κάτω από το βάρος των συνεχών τουρκικών πιέσεων»

Αν και μέχρι σήμερα δεν έχουμε εντοπίσει κάποια γραπτή μαρτυρία ή ομολογία που ν’ αποδεικνύει την παλαιότερη ύπαρξη και λειτουργία σχολείου στο Αλύκο, είναι, όμως,  βέβαιο ότι τα ολίγα γράμματα, τα απαραίτητα, τα μάθαιναν ολίγοι, διαλεκτοί, από ιερείς και αναγνώστες, γιατί αυτό ήταν εφικτό. Η παράδοση μας λέει ότι επίλεκτα παιδιά από το Αλύκο μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και ψαλμωδίες στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρέμουλη, που ήταν χτισμένη στους πρόποδες  της ομώνυμης ράχης της Τρέμουλης, σύνορο με τα χωράφια «Βαρβάρες». Η σημερινή εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, ξανακτίστηκε το 1877  πάνω στα θεμέλια της προηγούμενης που είχε καταρρεύσει από το βάρος των χρόνων στην κορυφή της ράχης της Τρέμουλης. 

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

12 - 23 Φεβρουαρίου 1878: Η εξέγερση στο Λυκούρσι

Στις 24 Απριλίου του 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αφορμή την καταπίεση των Ορθοδόξων στα εδάφη της τελευταίας. Μετά από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τα ρωσικά στρατεύματα, αφού πρώτα διέσχισαν τις Μολδαβία,Ρουμανία και Βουλγαρία, προέλασαν μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριμένα ως το προάστιο του Αγίου Στεφάνου.Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού η Ελλάδα έμεινε ουδέτερη λόγω πιέσεων από την Αγγλία και την Γαλλία με αποτέλεσμα η αντίδρασή της να είναι αρκετά καθυστερημένη.


Με πρωτοβουλία Ηπειρωτών και λοιπών πατριωτών δημιουργήθηκαν αρκετές εταιρείες και επιτροπές οι οποίες θα προετοίμαζαν το έδαφος για την οργάνωση επανάστασης στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο όπου ήδη υπήρχε αναβρασμός λόγω της πρόθεσης της Υψηλής Πύλης να εγκαταστήσει στην Ήπειρο αλλά και στην Θεσσαλία Κιρκάσιους Μουσουλμάνους ως εποίκους. Οι μόνες επίσημα αναγνωρισμένες επιτροπές ήταν οι ''Εθνική Άμυνα'' και ''Αδελφότης'',οι οποίες όμως αντιμετώπιζαν σοβαρά οργανωτικά προβλήματα.

Κατά τα τέλη του 1877 διεξήχθησαν επαφές εκπροσώπων ελληνικών εθνικών εταιρειών με διάφορους Αλβανούς στρατιωτικούς και οπλαρχηγούς με σκοπό την διεξαγωγή κοινού απελευθερωτικού αγώνα. Οι κυριότερες διαπραγματεύσεις που έγιναν ήταν με τον Γκιολέκα στην Κέρκυρα (αποδείχτηκαν άκαρπες) και με διάφορους Αλβανούς αξιωματικούς στην Άρτα όπου υπήρχε μερική επιτυχία καθώς επετεύχθη συμφωνία με τον δυσαρεστημένο διοικητή μονάδων της τότε ελληνοτουρκικής μεθορίου, Εμίν Αγά.

Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη αλλά δεν προχώρησαν,  κυρίως λόγω των επίμονων αξιώσεων των Αλβανών στην  Ήπειρο.  
Μερίδιο της ευθύνης έφερε και η ελληνική πλευρά με τις αξιώσεις για ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα και την αντίθεση της στο αλβανικό αίτημα για ίδρυση αλβανικής ηγεμονίας υποτελούς στην Ελλάδα, στην οποία θα υπαγόταν και η Ήπειρος.

Η υπογραφή ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών έθεσε τέρμα στις όποιες σκέψεις για ελληναλβανική συμμαχία. Μάλιστα, μετά από την ανακωχή, οι Αλβανοί θα έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στην καταδίωξη των επαναστατών. Άλλος ένας αρνητικός παράγοντας ήταν η αναποφασιστικότητα και οι συνεχείς υπαναχωρήσεις του επίσημου ελληνικού κράτους κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ''Εθνική Άμυνα'' και η ''Αδελφότης'' άρχισαν να οργανώνουν τοπικές επιτροπές σε Ιωάννινα, Πάτρα, Βόνιτσα, Κέρκυρα κλπ ενώ η Αμφιλοχία μετετράπη σε κέντρο ανεφοδιασμού των ενόπλων τμημάτων της Νοτίας Ηπείρου.

Στα τέλη Ιανουαρίου ξέσπασαν εξεγέρσεις στα Τζουμέρκα, στο Βάλτο και στο Ραδοβίτσι Άρτας οι οποίες κατεπνίγησαν έως τα τέλη Φεβρουαρίου.

Την νύκτα της 11ης προς 12η Φεβρουαρίου 1878, σώμα 700 εθελοντών (αποτελούμενο κυρίως από Ηπειρώτες που διέμεναν στα Επτάνησα) με αρχηγό τον Γ. Στεφάνου αποβιβάστηκε στην περιοχή απέναντι από την Κέρκυρα, κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και κινήθηκε προς το Δέλβινο. Ενώ η συμμετοχή των Δελβινιωτών υπήρξε αθρόα, η Χιμάρα έμεινε ουσιαστικά αμέτοχη, στερώντας έτσι ένα σημαντικό στήριγμα στους επαναστάτες. Άλλος αρνητικός παράγοντας ήταν η μη εξάπλωση της επανάστασης στην Νότια Ήπειρο.

Για την κατάπνιξη της εξέγερσης επιστρατεύτηκαν 6.000 άνδρες υπό τον Ιμπραήμ Πασά των Ιωαννίνων, οι οποίοι στις 23 Φεβρουαρίου νικούν τους επαναστάτες στο Λυκούρσι.
Ακολούθησε η πυρπόληση 20 χωριών και η σφαγή εκατοντάδων αμάχων ενώ 120 αιχμάλωτοι από τη μάχη στο Λυκούρσι στάλθηκαν στα Ιωάννινα όπου δέχτηκαν τις επιθέσεις και τους προπηλακισμούς του μουσουλμανικού αλλά και του εβραϊκού όχλου.


από τα Θέματα Ιστορίας