Τα σπουδαιότερα πανηγύρια της Δρόπολης στα οποία έπαιρναν μέρος
χιλιάδες προσκυνητές προτού καταργηθεί η θρησκεία από την Κομμουνιστική
Κυβέρνηση της Αλβανίας, ήταν τα εξής:
1- Το πανηγύρι που γινόταν κατά την εορτή της Πεντηκοστής στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Πέπελη (φωτογραφία), το οποίο ήταν ξακουστό σ’ όλη την Ήπειρο για την φιλανθρωπική δράση του. Το μοναστήρι αυτό είχε τμήμα Γηροκομείου, Βρεφοκομείου, όπου συγκεντρώνανε τα εξώγαμα βρέφη. Φρενοκομείο, για κείνους που είχαν πάθει σοβαρές ψυχικές διαταραχές ή είχαν τρελαθεί.
2- Το πανηγύρι που γινόταν στην Επισκοπή κατά την εορτή της Παναγιάς στις 8 Σεπτεμβρίου στην Βυζαντινή εκκλησία της αρχαίας έδρας του Επίσκοπου της Δρόπολης, ο οποίος τότε έφερε τον τίτλο «Επίσκοπος Αδριανουπόλεως».
3- Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής που γινόταν στις 26 Ιουλίου στο Τεριαχάτι, στην ανακαινισμένη από τους κατοίκους του παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που είναι χτισμένη σε εξαίρετη τοποθεσία, στην καρδιά της Δρόπολης, απ’ όπου φαίνεται όλη η κοιλάδα του Δρίνου.
4- Το πανηγύρι που γινόταν κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, στην Φράστανη, που κι΄ αυτό είναι χτισμένο σε ωραία τοποθεσία, επάνω σ’ ένα λόφο.
5- Το πανηγύρι της Παναγιάς που γινόταν κατά την εορτή της Παναγιάς, στις 15 Αυγούστου και της Αναλήψεως στο μοναστήρι των Ζωναριών ή του Κακιωμένου της Κατούνας.
Απ’ όλα τα πανηγύρια μόνο το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας ήταν τριήμερο. Άρχιζε από το απόγευμα της παραμονής της Πεντηκοστής και διαρκούσε μέχρι το βράδυ της Δευτέρας, του Αγίου Πνεύματος. Συγκέντρωνε πολλούς προσκυνητές και για τη φήμη του Μοναστηριού και γιατί οι δυο αυτές γιορτές συμπίπτουν με το κορύφωμα της άνοιξης. Η θέση του μοναστηριού είναι προνομιούχα. Είναι χτισμένο απάνω στο ξάγναντο λόφου με απεριόριστη θέα και πολύ κοντά στα Έλληνο-Αλβανικά σύνορα. Και όταν οι σχέσεις των δυο χωρών Ελλάδας και Αλβανίας ήσαν καλές και φιλικές οι Αλβανοί φρουροί τα ων συνόρων επέτρεπαν στους κατοίκους των παραμεθόριων χωριών της Ελλάδος να περάσουν ελεύθερα τα σύνορα για να παν’ στο πανηγύρι.
Τούτο συνέβαινε από το 1921 ως το 1939, με ολιγόχρονη διακοπή των ετών 1933 ως 1935 που οι σχέσεις των κρατών είχαν φθάσει σε επικίνδυνο σημείο, γιατί οι Δροπολίτες και άλλοι Βόρειο Ηπειρώτες είχαν την Αλβανική Κυβέρνηση στην Κοινωνία των Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, επειδή απαγόρευσε την λειτουργία των Ελληνικών τους σχολείων.
Κατά την περίοδο την περίοδο των φιλικών σχέσεων οι Αλβανοί όχι μόνον επέτρεπαν την μεταβίβαση στο πανηγύρι της Πέπελης των κατοίκων της παραμεθορίου, αλλά και καλούσαν πολλές φορές, οι ίδιοι Αλβανοί φρουροί, του Έλληνες αξιωματικούς των φυλακίων Κακαβιάς, Αρίνιστας (Κτισμάτων), Καστάνιανης (Καστανής) ακόμη και του Δελβινακίου για να παν’ στο πανηγύρι. Και όλοι μαζί Έλληνες και Αλβανοί αξιωματικοί έφθαναν στην Πέπελη για να γιορτάσουν με τους Δροπολίτες. Στο Πανηγύρι της Αγίας Τριάδας εκτός από τους κατοίκους των χωριών της Δρόπολης έρχονταν και από τα χωριά του Παλιού Παγονιού, Πολύτσανη, Σωπική, Χλωμό και τα άλλα, από τα χωριά του Βούρκου, του Δελβίνου, ακόμα και από τα χωριά των Φιλιατών.
Κάθε χωριό είχε το κελί του. Σ’ αυτό άφηνε τα πράγματα του, σ’ αυτό διανυκτέρευε. Τις περισσότερες φορές τα κελιά δεν επαρκούσαν, αλλά αυτό δεν απασχολούσε κανέναν, γιατί οι περισσότεροι προσκυνητές προτιμούσαν τη ύπαιθρο. Τα καζάνια του Μοναστηριού έβραζαν, συνεχώς και ο προκλητικός αχνός του ερέθιζε τα ρουθούνια κι άνοιγε την όρεξη των προσκυνητών, κι όποιος πεινούσε μπορούσε και πριν από την ώρα του φαγητού να ζητήσει από τους μαγείρους να του γεμίσουν τη λίμπα του (βαθύ πιάτο) με ζεστό και αχνιστό φαγητό. Και οι φούρνοι του Μοναστηρίου ολημερίς έψηναν τα σταρένια ψωμιά.
Όποια παρέα δεν ήθελε να φάει από το κοινό για όλους φαγητό, πήγαινε στην στάνη του Μοναστηριού, διάλεγε όποιο σφαχτό ήθελε, το σφάζε, το ψήνε και το τρώγε χωρίς να της ζητήσει κανένας από τους ανθρώπους του Μοναστηριού λόγο.
Το Μοναστήρι από τους προσκυνητές, μόνο δωρεές δεχόταν από τα γεωργικά τους προϊόντα. Γι’ αυτό κάθε χωριό που έπαιρνε μέρος στο πανηγύρι κατάρτιζε κατάλογο τέτοιων δωρεών. Άλλως δώριζε 30 οκάδες καλαμπόκι, άλλως 20 οκάδες στάρι, άλλως 15 οκάδες φασόλια, άλλως άλλες ποσότητες, ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση. Κατά την περίοδο της συγκομιδής ο Ηγούμενος ή Μοναχός του Μοναστηρίου περνούσε από τα χωριά με τον κατάλογο των δωρεών και εισέπραττε από τον καθένα την δωρεά του. Πολλοί προσκυνητές έδινα χρήματα αντί γεωργικών προϊόντων. Ή σε χρήμα δωρεά εδίνετο στην Επιτροπή του κάθε χωριού αμέσως, η οποία το ολικό χρηματικό ποσό με τον κατάλογο των δωρητών τα παρέδινε στον Ηγούμενο.
Εκτός από τις δωρεές ο κάθε προσκυνητής έριχνε προαιρετικά και στο δίσκο που περιφέρονταν μετά το μεγάλο Αγιασμό, ότι ήθελε. Παρ’ όλα τα έξοδα οπού έκανε το Μοναστήρι κατά το πανηγύρι και για τη διατροφή γερόντων, βρεφών και ασθενών, ή οικονομική κατάσταση του ήταν ανθηρή και έδινε 20 λίρες το χρόνο για την λειτουργία των σχολείων των γειτονικών χωριών. Οι Δροπολίτες ευσεβείς και φιλότιμοι ξεπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους…
Ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία γίνονταν με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, με την συμμετοχή όλων των ιερέων των περισσότερων χωριών της Απάνω Δρόπολης. Το 1937 έγινε αρχιερατική Λειτουργία από τον νεοαφιχθέντα στην Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα, την οποία το πολυπληθές εκκλησίασμα παρακολούθησε με μεγάλη κατάνυξη, στον όμορφο διακοσμημένο Ναό του Μοναστηρίου. Και επηκκολούθησε ο Μεγάλος Αγιασμός στο ύπαιθρο, κάτω από τα γέρικα πουρνάρια, με τον Μητροπολίτη περιστοιχούμενο από πολλές δεκάδες σεβάσμιων Ιερέων.
Οι χοροί και τα γλέντια άρχιζαν από το απόγευμα του Σαββάτου, παραμονή της Πεντηκοστής και κορυφώνονταν την επόμενη. Ο λόφος όλος γέμιζε από το μυριόπλουμο και πολύβοο μελισσολόι των προσκυνητών και σειόνταν από τους χορούς και τους πήδους των πανηγυριωτών. Ζυγιές-ζυγιές τα όργανα και τα βιολιά ξεσήκωναν τους πανηγυριώτες που χόρευαν κατά χωριά και τους ενθουσίαζαν τόσο, που πολλοί απ’ αυτούς κολλούσαν στην μπάλα των βιολιτζήδων 50-ντόλεκα, ακόμα και 100-λέκα. Εδώ στο κέντρο του οροπεδίου χόρευαν οι Πεπελιώτες, οι περίοικοι του Μοναστηριού, πιο κάτω οι λεβεντόκορμοι Σωτηριώτες στο δικό τους τα’ αλώνι που το χαν χτίσει και πλακοστρώσει μόνοι τους, δίπλα τους οι Σελιώτες, οι Κοσοβιτσινοί, οι Κακογορατζινοί, οι Λοβινιώτες, Βουλιαρατινοί και ακολουθούσαν τα’ άλλα χωριά της Απάνω και κάτω Δρόπολης, του Πογωνίου, του Δελβίνου, του Βούρκου, των Φιλιάτων.
Μικροπωλητές και μικρέμποροι άπλωναν και διαλαλούσαν τα εμπορεύματα τους, και ολόξανθοι Γκέγκηδες με την ιδιόμορφη φορεσιά τους γύριζαν ανάμεσα στους προσκυνητές με την ολοστρόγγυλη τάβλα στο κεφάλι τους φωνάζοντας: «Ααααλβά. Ααααλβά, Ζααρωτά, ζααρωτά»…
Πιο πέρα ασπρόμαλλοι γέροντες συζητούσαν χαμηλόφωνα, καμαρώνοντας την γενεά που τους διαδέχονταν και ευχόμενοι για αυτήν καλύτερες μέρες…
Με βάση την συμμετοχή των προσκυνητών δεύτερο ερχόταν το ημερήσιο πανηγύρι της Επισκοπής, το οποίο. Στις 8 του Σεπτέμβρη που γιορτάζεται η Γέννηση της Παναγιάς συγκεντρώνονταν εκατοντάδες Δροπολίτες και κάτοικοι των παραμεθόριων χωριών της Ελλάδος (Αργυροχωρίου, Ορεινού, Ξηρόβαλτου, Ποντικάτων, Χρυσόδουλης, Μαυρόπουλου, Τεριαχίου) και Ελλήνων και Αλβανών αξιωματικών των γειτονικών φυλακίων. Μετά την Θεία Λειτουργία στον πανάρχαιο Βυζαντινό Ναό της Παναγίας άρχιζαν οι χοροί, ενώ οι Επίτροποι του Ναού πρόσφεραν γλυκό και τσίπουρο και ακολουθούσε προαιρετικός δίσκος υπέρ των αναγκών του Ναού. Το μεσημέρι οι προσκυνητές, άλλοι έτρωγαν κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα το φαγητό που είχαν φέρει από το σπίτι τους, κι άλλοι πήγαιναν στα σπίτια της Απάνω και Κάτω Επισκοπής, όπου έτρωγαν και γλεντούσαν ως αργά το βράδυ.
Και εδώ μικροπωλητές και μικρέμποροι διαλαλούσαν το εμπόρευμα τους θυμίζοντας την μεγάλη δωδεκαήμερη εμποροπανήγυρη που γινόταν εδώ, όταν η Επισκοπή ήταν έδρα Επισκόπου και σταμάτησε επί αυτοκρατορίας του Βυζαντίου Ανδρόνικου του νεοτέρου κατά τα έτη 1335-1336, όποτε διέταξε να γίνεται η εμποροπανήγυρη αυτή στο Μοναστήρι της Μολυβδοσκέπαστης του χωριού Διπάλιτσα κοντά στο Μεσογέφυρα Κονίτσης.
-του Φώτη Χρ. Γκίκα-
1- Το πανηγύρι που γινόταν κατά την εορτή της Πεντηκοστής στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Πέπελη (φωτογραφία), το οποίο ήταν ξακουστό σ’ όλη την Ήπειρο για την φιλανθρωπική δράση του. Το μοναστήρι αυτό είχε τμήμα Γηροκομείου, Βρεφοκομείου, όπου συγκεντρώνανε τα εξώγαμα βρέφη. Φρενοκομείο, για κείνους που είχαν πάθει σοβαρές ψυχικές διαταραχές ή είχαν τρελαθεί.
2- Το πανηγύρι που γινόταν στην Επισκοπή κατά την εορτή της Παναγιάς στις 8 Σεπτεμβρίου στην Βυζαντινή εκκλησία της αρχαίας έδρας του Επίσκοπου της Δρόπολης, ο οποίος τότε έφερε τον τίτλο «Επίσκοπος Αδριανουπόλεως».
3- Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής που γινόταν στις 26 Ιουλίου στο Τεριαχάτι, στην ανακαινισμένη από τους κατοίκους του παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που είναι χτισμένη σε εξαίρετη τοποθεσία, στην καρδιά της Δρόπολης, απ’ όπου φαίνεται όλη η κοιλάδα του Δρίνου.
4- Το πανηγύρι που γινόταν κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, στην Φράστανη, που κι΄ αυτό είναι χτισμένο σε ωραία τοποθεσία, επάνω σ’ ένα λόφο.
5- Το πανηγύρι της Παναγιάς που γινόταν κατά την εορτή της Παναγιάς, στις 15 Αυγούστου και της Αναλήψεως στο μοναστήρι των Ζωναριών ή του Κακιωμένου της Κατούνας.
Απ’ όλα τα πανηγύρια μόνο το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας ήταν τριήμερο. Άρχιζε από το απόγευμα της παραμονής της Πεντηκοστής και διαρκούσε μέχρι το βράδυ της Δευτέρας, του Αγίου Πνεύματος. Συγκέντρωνε πολλούς προσκυνητές και για τη φήμη του Μοναστηριού και γιατί οι δυο αυτές γιορτές συμπίπτουν με το κορύφωμα της άνοιξης. Η θέση του μοναστηριού είναι προνομιούχα. Είναι χτισμένο απάνω στο ξάγναντο λόφου με απεριόριστη θέα και πολύ κοντά στα Έλληνο-Αλβανικά σύνορα. Και όταν οι σχέσεις των δυο χωρών Ελλάδας και Αλβανίας ήσαν καλές και φιλικές οι Αλβανοί φρουροί τα ων συνόρων επέτρεπαν στους κατοίκους των παραμεθόριων χωριών της Ελλάδος να περάσουν ελεύθερα τα σύνορα για να παν’ στο πανηγύρι.
Τούτο συνέβαινε από το 1921 ως το 1939, με ολιγόχρονη διακοπή των ετών 1933 ως 1935 που οι σχέσεις των κρατών είχαν φθάσει σε επικίνδυνο σημείο, γιατί οι Δροπολίτες και άλλοι Βόρειο Ηπειρώτες είχαν την Αλβανική Κυβέρνηση στην Κοινωνία των Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, επειδή απαγόρευσε την λειτουργία των Ελληνικών τους σχολείων.
Κατά την περίοδο την περίοδο των φιλικών σχέσεων οι Αλβανοί όχι μόνον επέτρεπαν την μεταβίβαση στο πανηγύρι της Πέπελης των κατοίκων της παραμεθορίου, αλλά και καλούσαν πολλές φορές, οι ίδιοι Αλβανοί φρουροί, του Έλληνες αξιωματικούς των φυλακίων Κακαβιάς, Αρίνιστας (Κτισμάτων), Καστάνιανης (Καστανής) ακόμη και του Δελβινακίου για να παν’ στο πανηγύρι. Και όλοι μαζί Έλληνες και Αλβανοί αξιωματικοί έφθαναν στην Πέπελη για να γιορτάσουν με τους Δροπολίτες. Στο Πανηγύρι της Αγίας Τριάδας εκτός από τους κατοίκους των χωριών της Δρόπολης έρχονταν και από τα χωριά του Παλιού Παγονιού, Πολύτσανη, Σωπική, Χλωμό και τα άλλα, από τα χωριά του Βούρκου, του Δελβίνου, ακόμα και από τα χωριά των Φιλιατών.
Κάθε χωριό είχε το κελί του. Σ’ αυτό άφηνε τα πράγματα του, σ’ αυτό διανυκτέρευε. Τις περισσότερες φορές τα κελιά δεν επαρκούσαν, αλλά αυτό δεν απασχολούσε κανέναν, γιατί οι περισσότεροι προσκυνητές προτιμούσαν τη ύπαιθρο. Τα καζάνια του Μοναστηριού έβραζαν, συνεχώς και ο προκλητικός αχνός του ερέθιζε τα ρουθούνια κι άνοιγε την όρεξη των προσκυνητών, κι όποιος πεινούσε μπορούσε και πριν από την ώρα του φαγητού να ζητήσει από τους μαγείρους να του γεμίσουν τη λίμπα του (βαθύ πιάτο) με ζεστό και αχνιστό φαγητό. Και οι φούρνοι του Μοναστηρίου ολημερίς έψηναν τα σταρένια ψωμιά.
Όποια παρέα δεν ήθελε να φάει από το κοινό για όλους φαγητό, πήγαινε στην στάνη του Μοναστηριού, διάλεγε όποιο σφαχτό ήθελε, το σφάζε, το ψήνε και το τρώγε χωρίς να της ζητήσει κανένας από τους ανθρώπους του Μοναστηριού λόγο.
Το Μοναστήρι από τους προσκυνητές, μόνο δωρεές δεχόταν από τα γεωργικά τους προϊόντα. Γι’ αυτό κάθε χωριό που έπαιρνε μέρος στο πανηγύρι κατάρτιζε κατάλογο τέτοιων δωρεών. Άλλως δώριζε 30 οκάδες καλαμπόκι, άλλως 20 οκάδες στάρι, άλλως 15 οκάδες φασόλια, άλλως άλλες ποσότητες, ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση. Κατά την περίοδο της συγκομιδής ο Ηγούμενος ή Μοναχός του Μοναστηρίου περνούσε από τα χωριά με τον κατάλογο των δωρεών και εισέπραττε από τον καθένα την δωρεά του. Πολλοί προσκυνητές έδινα χρήματα αντί γεωργικών προϊόντων. Ή σε χρήμα δωρεά εδίνετο στην Επιτροπή του κάθε χωριού αμέσως, η οποία το ολικό χρηματικό ποσό με τον κατάλογο των δωρητών τα παρέδινε στον Ηγούμενο.
Εκτός από τις δωρεές ο κάθε προσκυνητής έριχνε προαιρετικά και στο δίσκο που περιφέρονταν μετά το μεγάλο Αγιασμό, ότι ήθελε. Παρ’ όλα τα έξοδα οπού έκανε το Μοναστήρι κατά το πανηγύρι και για τη διατροφή γερόντων, βρεφών και ασθενών, ή οικονομική κατάσταση του ήταν ανθηρή και έδινε 20 λίρες το χρόνο για την λειτουργία των σχολείων των γειτονικών χωριών. Οι Δροπολίτες ευσεβείς και φιλότιμοι ξεπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους…
Ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία γίνονταν με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, με την συμμετοχή όλων των ιερέων των περισσότερων χωριών της Απάνω Δρόπολης. Το 1937 έγινε αρχιερατική Λειτουργία από τον νεοαφιχθέντα στην Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα, την οποία το πολυπληθές εκκλησίασμα παρακολούθησε με μεγάλη κατάνυξη, στον όμορφο διακοσμημένο Ναό του Μοναστηρίου. Και επηκκολούθησε ο Μεγάλος Αγιασμός στο ύπαιθρο, κάτω από τα γέρικα πουρνάρια, με τον Μητροπολίτη περιστοιχούμενο από πολλές δεκάδες σεβάσμιων Ιερέων.
Οι χοροί και τα γλέντια άρχιζαν από το απόγευμα του Σαββάτου, παραμονή της Πεντηκοστής και κορυφώνονταν την επόμενη. Ο λόφος όλος γέμιζε από το μυριόπλουμο και πολύβοο μελισσολόι των προσκυνητών και σειόνταν από τους χορούς και τους πήδους των πανηγυριωτών. Ζυγιές-ζυγιές τα όργανα και τα βιολιά ξεσήκωναν τους πανηγυριώτες που χόρευαν κατά χωριά και τους ενθουσίαζαν τόσο, που πολλοί απ’ αυτούς κολλούσαν στην μπάλα των βιολιτζήδων 50-ντόλεκα, ακόμα και 100-λέκα. Εδώ στο κέντρο του οροπεδίου χόρευαν οι Πεπελιώτες, οι περίοικοι του Μοναστηριού, πιο κάτω οι λεβεντόκορμοι Σωτηριώτες στο δικό τους τα’ αλώνι που το χαν χτίσει και πλακοστρώσει μόνοι τους, δίπλα τους οι Σελιώτες, οι Κοσοβιτσινοί, οι Κακογορατζινοί, οι Λοβινιώτες, Βουλιαρατινοί και ακολουθούσαν τα’ άλλα χωριά της Απάνω και κάτω Δρόπολης, του Πογωνίου, του Δελβίνου, του Βούρκου, των Φιλιάτων.
Μικροπωλητές και μικρέμποροι άπλωναν και διαλαλούσαν τα εμπορεύματα τους, και ολόξανθοι Γκέγκηδες με την ιδιόμορφη φορεσιά τους γύριζαν ανάμεσα στους προσκυνητές με την ολοστρόγγυλη τάβλα στο κεφάλι τους φωνάζοντας: «Ααααλβά. Ααααλβά, Ζααρωτά, ζααρωτά»…
Πιο πέρα ασπρόμαλλοι γέροντες συζητούσαν χαμηλόφωνα, καμαρώνοντας την γενεά που τους διαδέχονταν και ευχόμενοι για αυτήν καλύτερες μέρες…
Με βάση την συμμετοχή των προσκυνητών δεύτερο ερχόταν το ημερήσιο πανηγύρι της Επισκοπής, το οποίο. Στις 8 του Σεπτέμβρη που γιορτάζεται η Γέννηση της Παναγιάς συγκεντρώνονταν εκατοντάδες Δροπολίτες και κάτοικοι των παραμεθόριων χωριών της Ελλάδος (Αργυροχωρίου, Ορεινού, Ξηρόβαλτου, Ποντικάτων, Χρυσόδουλης, Μαυρόπουλου, Τεριαχίου) και Ελλήνων και Αλβανών αξιωματικών των γειτονικών φυλακίων. Μετά την Θεία Λειτουργία στον πανάρχαιο Βυζαντινό Ναό της Παναγίας άρχιζαν οι χοροί, ενώ οι Επίτροποι του Ναού πρόσφεραν γλυκό και τσίπουρο και ακολουθούσε προαιρετικός δίσκος υπέρ των αναγκών του Ναού. Το μεσημέρι οι προσκυνητές, άλλοι έτρωγαν κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα το φαγητό που είχαν φέρει από το σπίτι τους, κι άλλοι πήγαιναν στα σπίτια της Απάνω και Κάτω Επισκοπής, όπου έτρωγαν και γλεντούσαν ως αργά το βράδυ.
Και εδώ μικροπωλητές και μικρέμποροι διαλαλούσαν το εμπόρευμα τους θυμίζοντας την μεγάλη δωδεκαήμερη εμποροπανήγυρη που γινόταν εδώ, όταν η Επισκοπή ήταν έδρα Επισκόπου και σταμάτησε επί αυτοκρατορίας του Βυζαντίου Ανδρόνικου του νεοτέρου κατά τα έτη 1335-1336, όποτε διέταξε να γίνεται η εμποροπανήγυρη αυτή στο Μοναστήρι της Μολυβδοσκέπαστης του χωριού Διπάλιτσα κοντά στο Μεσογέφυρα Κονίτσης.
-του Φώτη Χρ. Γκίκα-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου