Πολλοί Έλληνες αρχικά πίστεψαν στον κομμουνισμό ως όχημα για ισότητα και εθνική δικαίωση αλλά πολύ σύντομα διαψεύστηκαν. Αξίζει όμως τιμή σε αυτούς τους λίγους που όταν διαπίστωσαν την πραγματικότητα του κομμουνισμού αγωνίστηκαν και τελικά θυσιάστηκαν για να παραμείνουν Έλληνες στον τόπο τους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Βαγγέλης Ζάχος, που παρουσιάζουμε στη συνέχεια μέσα από κείμενο του Βασίλη Ιωάννου:
Ο Βαγγέλης ήταν γιος του Κώστα και της Κατερίνας Ζάχου. Γεννήθηκε στο Αλύκο, λίγους μήνες πριν το χαλασμό και τη σφαγή του 1912. Είχε τη μοιραία τύχη να μην γνωρίσει πατέρα, γιατί ο πατέρας του ήταν ένας από τους τέσσερις σφαγιασμένους από τους Τουρκοαλβανούς στις 28.11.1912. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, την ταπείνωση και την άγρια εκμετάλλευση. Ανδρώθηκε με τη φλόγα για λευτεριά και κοινωνική δικαιοσύνη, συνάμα και με το μίσος για τους δυνάστες, αγάδες, τον Λόρδο «Μπιμπέλι», και τους φοροεισπράκτορες του Βασιλιά Ζώγκου, που λυμαίνονταν την Ε. Ε. Μειονότητα, αρπάζοντάς της όλα τα εισοδήματα. Σπούδασε στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας και αποφοίτησε από το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, όπου γνώρισε και έγινε «βλάμπης» (αδερφός), με τον ομοϊδεάτη του Λευτέρη Τάλλιο.
Ασπάστηκε τα κομμουνιστικά ιδεώδη και έκανε πολλά όνειρα για την λύτρωση της αγαπημένης του πατρίδας, την Βόρεια Ήπειρο. Υπηρέτησε δάσκαλος στο χωριό Πάλι. Την περίοδο του σχολικού ζητήματος διαμαρτυρήθηκε δυναμικά και διώχτηκε από τις αρχές. Στη διάρκεια του Αντιφασιστικού Αγώνα ο Βαγγέλης, από τους πρώτους, βγήκε παρτιζάνος. Ο ατρόμητος χαρακτήρας του και η κομμουνιστική ιδεολογική κατάρτισή του, τον ανέδειξαν διοικητικό μέλος του Τάγματος του Θεολόγου.
Μετά το σκοτωμό του αδελφικού του φίλου και συναγωνιστή Λευτέρη Τάλλιου, και ενώ ο πόλεμος είχε λήξει, είδε να εκτελούνται χωρίς δίκη Έλληνες διανοούμενοι, είδε να γίνονται φρικαλέα εγκλήματα με σκοπό τον εκφοβισμό και τον διασυρμό του ελληνικού στοιχείου, με απώτερο στόχο να επιβάλουν τα σατανικά ανθελληνικά σχέδια τους. Είδε να διώκονται πολλοί Έλληνες από τις διοικητικές θέσεις που κέρδισαν, χάριν της αυτοθυσίας και ικανοτήτων στον πόλεμο. Είδε να αναιρούνται όλα τα συμφωνηθέντα για τα δικαιώματα των μειονοτικών, μετά τη λήξη του πολέμου. Δεν άντεξε και βροντοφώναξε στη συγκέντρωση του Επιτελείου: «Δεν συμφωνώ μαζί σας σύντροφοι! Πού είναι τα δικαιώματά μας, εκείνα που έχουμε συμφωνήσει; Γιατί και για ποιον πολεμήσαμε εμείς; Εσείς δεν είστε κομμουνιστές...».
Του βάλανε χειροπέδες, τον ξυλοκόπησαν άγρια και βρίζοντάς τον «προδότη και πράκτορα των Ελλήνων», τον πέταξαν στο μπουντρούμι. «Δεν γίνεστε φίλοι εσείς, γελαστήκαμε αδερφέ!», μουρμούρισε αηδιασμένος και προδομένος από τα ίδια του τα πιστεύω. Χειροδέσμιο, συνοδεία με δυο φρουρούς, τον ξεκίνησαν πεζό απ’ το Θεολόγο για τον Καλιά του Αργυροκάστρου. Στη διαδρομή μεταξύ Μουζίνας και Γιωργουτσάτες, μπόρεσε, με την βοήθεια ενός φρουρού που ήταν φίλος του, να δραπετεύσει στην Ελλάδα γλυτώνοντας την θανατική καταδίκη.
Δεν έπαψε ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεται για τη λύτρωση των Βορειοηπειρωτών. Έως το 1948, έρχονταν ταχτικά με αποστολές στον πνιγμένο κάμπο του Αλύκου και συναντούσε αγωνιστές. Την πρωτοχρονιά του 1959, έρχεται με νέα αποστολή, μαζί με δυο άλλους συναγωνιστές, για να συλληφθεί στις 2.1.1959.
Πανηγύρισε για τη μεγάλη αυτή «επιτυχία» η περιβόητη «Σιγκουρίμι». Οι απάνθρωπες μεσαιωνικές ανακρίσεις και τα βάρβαρα βασανιστήρια, που υπέστη στα μπουντρούμια των Αγ. Σαράντα και των Τιράνων, σακάτεψαν τον σωματώδη και γυμνασμένο αγωνιστή. Αν και γνώριζε καλά την αλβανική, και οι ανακριτές το γνώριζαν αυτό, δεν μίλησε πάρα μόνο στην Ελληνική. ‘’Fol Shqip’’ (Μίλα αλβανικά) του έλεγαν και ο Βαγγέλης τους απαντούσε: «Είμαι Έλληνας και γλώσσα μου είναι η Ελληνική. Γεννήθηκα Έλληνας και θα πεθάνω Έλληνας». Δικάστηκε με το γκρουπ του Τέμε Σέικο σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, με την κατηγορία: «πράκτορας της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας και υποκινητής για την ανατροπή του συστήματος στην Αλβανία». Τον ξαναδίκασαν μέσα στη φυλακή άλλα 16 χρόνια. Τον οδήγησαν σε πολλά στρατόπεδα απερίγραπτης φρίκης, για να τον αποτελειώσουν τελικά στα εξοντωτικά κολαστήρια των φυλακών του Μπουρελι και του Μπαλς.
Ο αγωνιστής για λευτεριά και δημοκρατία Βαγγέλης Ζάχος (Τζίμος) δεν λύγισε και δεν παραδόθηκε από τα εθνικά του πιστεύω και ιδανικά, ούτε από τους ταχτικούς ξυλοδαρμούς και απομονώσεις στα υγρά κελιά. Υπέκυψε στα βασανιστήρια, το 1984, μετά από 26 ολόκληρα χρόνια στα κάτεργα.
Ο δάσκαλος και αγωνιστής Βαγγέλης Ζάχος είχε έρθει εις γάμο με την Μαρία Κόκκαλη, αδερφή του οπλαρχηγού Σταύρο Κόκκαλη. Απόχτησαν 3 παιδιά και έζησε μόνο η Αθηνά, που κουβάλησε για 45 χρόνια το σταυρό του μαρτυρίου, το στίγμα της κομμουνιστικής λαίλαπας «παιδί του εχθρού». Όλη της η οικογένεια σε απομόνωση και εξορίες.
Τα οστά του εθνομάρτυρα Βαγγέλη Ζάχου (Τζίμο) αναπαύονται στον οικογενειακό τάφο, στην γενέτειρά του το Αλύκο από το 1994. Ο γαμπρός του, Γιώργος Ιωαννίδης, γιος του Ιερέα και Οπλαρχηγού Παπα- Ανδρέα, κράτησε την υπόσχεση του και νιώθει ήρεμος, γιατί έκανε το χρέος του στο Μάρτυρα πεθερό του.
Bασίλης Ιωάννου, τέως έπαρχος Αλύκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου