Η Αλβανία, την περίοδο της κήρυξης του πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας, αποτελούσε τμήμα του Ιταλικού Βασιλείου. Μάλιστα, στην περιοχή του Καλαμά επιχείρησαν επίθεση 5 αλβανικά τάγματα εναντίον της Ελληνικής Επικράτειας.
Η Ελλάδα τέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση έναντι της Αλβανίας (Β.Δ. 10 Νοεμβρίου 1940), η οποία όρισε ως εχθρικά κράτη την Ιταλία μετά των κτήσεων, αυτοκρατορικών εδαφών και αποικιών αυτής, καθώς και την Αλβανία. Αυτή η άρση της εμπολέμου πραγματοποιήθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί καμία διαπραγμάτευση για την διασφάλιση δικαιωμάτων των σκλαβωμένων Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Έτσι, στις 28 Αυγούστου 1987, το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε ομόφωνα την άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία, όπως εισηγήθηκε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών (και νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Η Κυβέρνηση αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας της Αλβανίας σαν εχθρικού κράτους έχει πάψει να υφίσταται. Η Ελληνική Κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για την ρύθμιση των ζητημάτων που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες. Ήδη, οι αρμόδιες Ελληνικές υπηρεσίες μελετούν προσεκτικά τον προσφορότερο τρόπο για την νομική ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών. Ο τερματισμός της προηγούμενης κατάστασης θα συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο φίλων χωρών και την διεύρυνση της μεταξύ τους συνεργασίας. Ειδικότερα θα είναι προς όφελος της Ελληνικής μειονότητας, για την οποία το ενδιαφέρον της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν και θα παραμείνει αμέριστο και η οποία, καλλιεργώντας τις παραδόσεις και την εθνική της ταυτότητα, θα αποτελεί μια σταθερή γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους Έλληνες και τον Αλβανικό λαό».
Το πόσο ενήργησε η άρση της εμπόλεμης κατάστασης υπέρ των Βορειοηπειρωτών το είδαμε στα εναπομείναντα επόμενα τρία χρόνια της αλβανικής κομμουνιστικής δικτατορίας. Οι φυλακίσεις, οι εξορίες, ακόμη και οι εκτελέσεις Ελλήνων από το καθεστώς του Ραμίζ Αλία (διαδόχου του Ενβέρ Χότζα), συνεχίστηκαν ανενόχλητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η άρση του εμπολέμου δεν αποτέλεσε πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ενώ προξένησε αρνητικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και την κατακραυγή όλων των Βορειοηπειρωτικών Συλλόγων, όπως και της Ελληνικής Εκκλησίας.
Μέσα από συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, συνεντεύξεις και ανακοινώσεις η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο ίδιος ο Παπούλιας προσωπικά κατηγορήθηκαν ότι με την απαράδεκτα προκλητική απόφαση να αρθεί η εμπόλεμη κατάσταση, αγνοήθηκε εντελώς η τύχη 400.000 Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, ανάμεσά τους και 20.000 περίπου φυλακισμένοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συλλαλητήριο που διοργάνωσε λίγες ημέρες μετά την απόφαση ο Μητροπολίτης Κονίτσης Σεβαστιανός, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ακούστηκαν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί προς το πρόσωπο του Κάρολου Παπούλια. Ανάμεσα σ΄ αυτούς που ξεστόμιζαν τα συνθήματα εναντίον του δανειστή του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν και κάποιοι σημερινοί νεοδημοκράτες, οι οποίοι προφανώς μετάνιωσαν για τα όσα έπραξαν τότε, αφού θεωρούν υπεράνω κριτικής τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών και νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η απαράδεκτη υποτελής στάση απέναντι στην Αλβανία είχε, δυστυχώς, και συνέχεια, αφού στην Ολομέλεια του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1988) ο Έλληνας αντιπρόσωπος απείχε (!) από την ψηφοφορία για την καταδίκη της Αλβανίας στον τομέα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θα επικύρωνε προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού και ίσως ενεργοποιούσε την διαδικασία αποβολής της Αλβανίας, λόγω παραβίασης βασικών άρθρων του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κατόπιν παράστασης της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας Αμερικής η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είχε αποφασίσει τον Μάρτιο του 1988, στην 44η συνεδρίασή της στην Γενεύη, να άρει το απόρρητο για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις της Αλβανίας και για την άρνησή της να συνεργαστεί με τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού για την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης 1503 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητούσε από την ολομέλεια των κρατών του Συμβουλίου την έγκριση της άρσης του απορρήτου και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή της να δοθούν στην δημοσιότητα. Στο πρώτο στάδιο η λειτουργική επιτροπή του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με 13 ψήφους υπέρ και 10 κατά.
Ωστόσο, μετά από αλβανικές παρεμβάσεις στον ΟΗΕ η ολομέλεια των κρατών - μελών του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου απέρριψε την απόφαση με 11 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 29 αποχές. Από την ονομαστική κλήση απείχε (!) η Ελλάδα, ενώ ο Κάρολος Παπούλιας έδωσε ερωτώμενος την παρακάτω απάντηση, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την στάση του: «Σε απάντηση της παραπάνω ερώτησής σας, σας γνωρίζουμε ότι είναι σε όλους γνωστή η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι της Αλβανίας, η οποία αποβλέπει στην βελτίωση του κλίματος των Ελληνοαλβανικών σχέσεων και έτσι αναμφισβήτητα συμβάλλει και στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των εκεί διαβιούντων ομοεθνών μας. Η προς ψήφιση απόφαση δεν ήταν εάν η Αλβανία παραβιάζει ή όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά κατά πόσο η χώρα θα έπρεπε να κατονομαστεί δημόσια, με όλες βεβαίως τις εκ του γεγονότος συνέπειες.΄Αρα, η ελληνική θέση ήταν όχι επί της ουσίας, αλλά επί της διαδικασίας».
Απόσπασμα από άρθρο του Γιώργου Μάστορα στην ιστοσελίδα
www.xryshaygh.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου