Ο Ευάγγελος (ή Ευαγγέλης) Ζάππας γεννήθηκε στο χωριό Λάμποβο (του Ζάππα) στη Βόρειο Ήπειρο το 1800. Ήταν ο νεότερος γιος του Βασίλη Ζάππα, έμπορος από τους σημαντικούς της περιοχής και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη.
Το χωριό ανήκε στην επαρχία Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά.
Ο Ευαγγέλης, σε ηλικία 13 ετών, στρατολογήθηκε απ’ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Με τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο στρατόπεδο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων το 1821 και τέθηκε υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη. Έγινε, μάλιστα, υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο πολέμησε με τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγό Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γκούρα, και συναγωνιστές τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824, έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στο τέλος της Επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους αγωνιστές και μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831.
Η περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο Ζάππας εγκαταστάθηκε στη Βλαχία, όπου η κοινωνικοοικονομική δομή της περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα κτήματα και εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα μοναστηριακά κτήματα, ακολουθώντας την τακτική και άλλων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας, κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία και αντίστοιχα εισοδήματα. Με τη μακροχρόνια απουσία του απ' την Ελλάδα και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία ο Ευαγέλλης απέκτησε τη θέληση να ευεργετήσει και την Ελλάδα και τη Βλαχία.
Το χωριό ανήκε στην επαρχία Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά.
Ο Ευαγγέλης, σε ηλικία 13 ετών, στρατολογήθηκε απ’ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Με τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο στρατόπεδο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων το 1821 και τέθηκε υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη. Έγινε, μάλιστα, υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο πολέμησε με τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγό Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γκούρα, και συναγωνιστές τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824, έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στο τέλος της Επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους αγωνιστές και μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831.
Η περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο Ζάππας εγκαταστάθηκε στη Βλαχία, όπου η κοινωνικοοικονομική δομή της περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα κτήματα και εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα μοναστηριακά κτήματα, ακολουθώντας την τακτική και άλλων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας, κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία και αντίστοιχα εισοδήματα. Με τη μακροχρόνια απουσία του απ' την Ελλάδα και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία ο Ευαγέλλης απέκτησε τη θέληση να ευεργετήσει και την Ελλάδα και τη Βλαχία.