Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Η Δρυϊνούπολη κατά τα έτη 1400 – 1870


Εκεί που όλα πήγαιναν προς το καλύτερο και γενικά η περιοχή μας άκμαζε, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέχεται εισβολή από μια φυλή βαρβάρων. Οι Αγαρηνοί (Τούρκοι) ήταν πλέον η επερχόμενη Αυτοκρατορία .Το 1453 η Βασιλεύουσα [1]πέφτει στα χέρια τους και τότε ξεκίνησαν 400 χρόνια σκλαβιάς και πίκρας για όλο το Έθνος.Ωστόσο η Δρόπολη πολύ πιο πριν έζησε τον πρόδρομο του μετέπειτα τουρκικού μαρτυρίου. 
Η Ήπειρος από τον 14ο αιώνα ήταν στόχος των Αλβανών[2] (εξισλαμισμένων και μη). Προσπάθησαν με κάθε τρόπο να πολεμήσουν και να αφανίσουν το Ελληνικό στοιχείο στην περιοχή και να εγκατασταθούν στα εδάφη της Δροπόλεως.Το 1399 σύμφωνα με το «Χρονικό των Ιωαννίνων» έγινε μεγάλος αγώνας μεταξύ των Δροπολιτών και της Αλβανικής δυναστείας των Ζενεβήσηδων[3]. Μέτα από μια μάχη τον Απρίλιο του 1399 με συμμάχους μας τους Ζαγορίτες και τους Μαλακασαίους από τα Ιωάννινα, κέρδισαν οι Ζενεβήσηδες και το Αργυρόκαστρο το διοικεί πλέον ο Γκιόν Ζενεβίσης. Ήταν πλέον η αρχή όλων των δεινών. Δώδεκα χρόνια πριν την πτώση των Ιωαννίνων είχε καταληφθεί το βορειότερο τμήμα της Ηπείρου, στο οποίο βρίσκεται και η Δρόπολη.
Ο Ζενεβίσης τότε από το φόβο που είχε για τους Τούρκους, συμμαχεί με τα Ιωάννινα. Το 1418 το Αργυρόκαστρο παραδίδεται στους Τούρκους μετά από προδοσία του γιου του Γκιόν. Το Χρονικό της Δρυϊνουπόλεως αναφέρει: «Και οι Αγαρηνοί εστέκοντο με μεγάλην υπομονή, έως ότου επάρθη και η δυστυχής βασιλεία των πόλεων. Και ευθύς τότε έγιναν ως λύκοι άγριοι κατά των χριστιανών, χάλασαν εκκλησίας και Μοναστήρια, χάλασαν την Φοινικόπολιν, την Κόνιτσαν, έβγαλαν τους Χριστιανούς έξω από το Αργυρόκαστρον, έκτισαν σπίτια, έκοψαν[4] πολλούς πρώτους Χριστιανούς , και έγινε θρήνος και κλαυθμός απαρηγόρητος. Και εις τους 1456 χρόνους έστειλεν ο Βασιλεύς[5] προσταγήν εις τα μέρη ταύτα και ειρήνευσαν οι Χριστιανοί».

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

7 Δεκεμβρίου 1912: Η Απελευθέρωση της Κορυτσάς στους Βαλκανικούς Πολέμους


Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) η Στρατιά Μακεδονίας στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία. Το Υπουργείο Στρατιωτικών συνέστησε στον Αρχηγό της Στρατιάς Διάδοχο Κωνσταντίνο να συνδυάσει τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Μοναστηρίου με τις αντίστοιχες σερβικές, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της καταστάσεως και την αιχμαλωσία των τουρκικών δυνάμεων που συμπτύσσονταν προς νότια.

Σύμφωνα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως, που τις έκανε γνωστές στη Στρατιά, υπήρχε κίνδυνος οι τουρκικές δυνάμεις σε περίπτωση διαφυγής τους να τραπούν προς την Ήπειρο και να ενισχύσουν την τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων.

Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν πρόλαβε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αποστάσεων, το Υπουργείο Στρατιωτικών θεώρησε σκόπιμο να διατεθούν δύο μεραρχίες για την απελευθέρωση της Κορυτσάς κατά πρώτο λόγο και μετά των άλλων πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας.

Μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη, η Στρατιά ανέφερε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι δεν έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Κορυτσά, εφόσον διαπιστωνόταν μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1912 ότι ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού αποχώρησε προς τα Ιωάννινα. Η Κυβέρνηση εμπρός στη νέα κατάσταση συμφώνησε, καθόσο ήταν αναγκαία η συγκέντρωση σημαντικού μέρους του στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της αποβάσεως στη χερσόνησο Καλλιπόλεως για τη διάνοιξη των στενών του Ελλησπόντου.

Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς με αποστολή την εξασφάλιση των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να επιτεθούν εναντίον τους. Διοικητής του ορίσθηκε ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Δαμιανός.

Οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού που είχαν παραμείνει στην περιοχή της Κορυτσάς υπολογίζονταν σύμφωνα με πληροφορίες σε 13 τάγματα πεζικού (10.000 - 12.000 άνδρες). Εξαιτίας της διακοπής των επιχειρήσεων των Σέρβων, το μεγαλύτερο μέρος τους κατείχε θέσεις απέναντι στα ελληνικά τμήματα τα οποία και παρενοχλούσαν με συνεχείς προσβολές.

Στις 11:00 της 29ης Νοεμβρίου, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του Τμήματος Στρατιάς (Συγκρότημα 1ου Συντάγματος Ιππικού) και μετά από σκληρό αγώνα τις εξανάγκασαν να συμπτυχθούν προς τα δυτικά της Μπίγλιστας, στα υψώματα της Καπεστίτσας, όπου είχαν προωθηθεί μονάδες του πεζικού των Μεραρχιών.
Η Στρατιά Μακεδονίας μετά από σχετική πρόταση του Τμήματος Στρατιάς, επέτρεψε την ανάληψη αντεπιθέσεως εναντίον των τουρκικών δυνάμεων.
Η ενέργεια από την 3η και την 6η Μεραρχία, Απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπήρξε κεραυνοβόλος.

Μετά από ορμητική επίθεση στις 5 Δεκεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή της Μπίγλιστας ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν προς την στενωπό Τσαγκόνι και τις ορεινές διαβάσεις του όρους Μοράβα.
Στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίσθηκε η προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς τα δυτικά και παρά την τραχύτητα του εδάφους και την εχθρική αντίσταση στις πλαγιές του χιονοσκέπαστου Μοράβα, τις βραδινές ώρες έφτασαν και εγκαταστάθηκαν αμέσως ανατολικά της Κορυτσάς.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ώρα 06:00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων υψώθηκε στο Διοικητήριο της πόλεως η Ελληνική Σημαία.

Μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία προώθησε Τάγμα του 12ου Συντάγματος Πεζικού προς τη Μοσχόπολη την οποία και απελυθέρωσε χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση.     


(από το βιβλίο Ο ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού)

Τέλη Νοεμβρίου 1912: Οι πρώτες συγκρούσεις του Σπυρομήλιου με τα αλβανικά σώματα και η αποτυχημένη απόβαση του Ελληνικού Στρατού στους Άγιους Σαράντα

Στις 15 Νοεμβρίου (28/11 με το νέο ημερολόγιο) 1912 ο τότε ηγέτης των Τουρκαλβανών αυτονομιστών Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλιόρα αποβιβάστηκε στον Αυλώνα, από αυστριακό ατμόπλοιο και κήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας. 
Κάτω από την καθοδήγηση της Ιταλίας και της Αυστρίας σχημάτισε προσωρινή αλβανική διοίκηση, με σκοπό να διευκολύνει την παράταση του αγώνα του τουρκικού στρατού στα Ιωάννινα και να επιδιώξει την ανακατάληψη της Χιμάρας.

Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες του Σπυρομήλιου, είχαν σημειωθεί συγκεντρώσεις Τουρκαλβανών τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια της Χιμάρας. Οι αρχηγοί τους, Εκρέμ Μπέης (ανηψιός του Ισμαήλ Κεμάλ) και Γκιουλέκας (απόγονος του Γκιώνη Λέκκα ηγέτη της εξέγερσης του 1847), ειδοποίησαν τους Χιμαριώτες ότι θα έπρεπε να διώξουν τον Αρχηγό των δυνάμεων κατοχής Σπυρομήλιο, διαφορετικά η Χιμάρα θα καταστρεφόταν τελείως.   

Είχε περάσει ο καιρός που οι ίδιοι οι μπέηδες ζητούσαν την παρουσία τμημάτων του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Η σημαντική αυτή ευκαιρία είχε πλέον χαθεί. Οι Τουρκαλβανοί είχαν πια μεταστραφεί και και στις 17 και 18 Νοεμβρίου έκαναν πολλές επιθέσεις από τα βόρεια και ανατολικά της Χιμάρας, που όλες όμως αποκρούσθηκαν. Στο χωριό Πύλιουρι η σύγκρουση στις 17 Νοεμβρίου άρχισε από τις πρωινές ώρες και συνεχίσθηκε όλη την ημέρα. Οι Χιμαριώτες που είχαν 7 νεκρούς και 9 τραυματίες κράτησαν τις θέσεις τους. 

28 Νοεμβρίου 1912: Η ανακήρυξη της αλβανικής ανεξαρτησίας και η δημιουργία του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος


Οι πρώτες κινήσεις των Αλβανών για δημιουργία εθνικής συνείδησης και αυτόνομου κράτους

Κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1878, οι Αλβανοί, επειδή φοβήθηκαν την επέκταση εις βάρος τους των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, δραστηριοποιήθηκαν με την ανοχή της Πύλης. «Οι Αλβανοί, φεουδάρχες, οι αρχηγοί των φατριών, οι έμποροι και οι εκπρόσωποι της πνευματικής ηγεσίας, 80 αντιπρόσωποι συνολικά, ίδρυσαν στις 10 Ιουνίου 1878 το "Σύνδεσμο της Πρισρένης", που στις 15 Ιουνίου 1878 απηύθυνε υπόμνημα στις Μεγάλες δυνάμεις, απαιτώντας "την ακεραιότητα του αλβανικού εδάφους". Τότε για πρώτη φορά τέθηκε διεθνώς το αλβανικό ζήτημα» (βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου «Οι Βαλκανικοί λαοί», εκδ. Βάνια, Θεσ/νίκη, σ. 281). Το υπόμνημα υποβλήθηκε στον λόρδο Βηκόνσφηλδ, δηλαδή στον δαιμόνιο Άγγλο‐Εβραίο πρωθυπουργό Ντισραέλλι.

Όπως παρατηρεί ο καθ. Κωνσταντίνος Άμαντος (Ibidem σ. 149) «Το υπόμνημα τούτο είναι πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνον διότι αποτελεί την κυριωτέραν εκδήλωσιν του Αλβανισμού ως εθνικότητος, αλλά και διότι επρότεινε την ομοσπονδιακήν ενωσιν μετά της Ελλάδος, η οποία επίσης, κατά το υπόμνημα, όπως η Αλβανία, έχει τους Σλάβους εχθρούς». Πρόδρομη μορφή του Συνδέσμου της Πρισρένης ήταν η «Κεντρική Επιτροπή για την υπεράσπιση του έθνους», που είχε θεμελιωθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1877 και στην οποία συμμετείχαν σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αμπντούλ Φράσερι, ο Πάσκο Βάσα, ο Σαμί Φράσερι, ο Γιάννι Βρέτο. ο Ζιγία Πριστίνα κ.ά. Μερικά ονόματα δηλώνουν σαφή ελληνική καταγωγή.Το Υπόμνημα δεν βρήκε ανταπόκριση. Αλβανικές μάλιστα περιοχές δόθησαν σε όμορες χώρες. Γι' αυτό ο Σύνδεσμος που εξελίχθηκε σε κύριο φορέα του αλβανικού εθνικού κινήματος, συνεκάλεσε στις 23 Ιουλίου 1880 τη Συνέλευση του Αργυροκάστρου.